25 Μαΐου, 2010

Δυστοπία




 
Κάποιες  μακριές, λευκές νύχτες κατεβαίνω μια σκάλα που με πηγαίνει βαθιά υπόγεια κάτω από τους θορύβους τής ασφάλτου. Νιώθω στα πόδια μου κραδασμούς, σείεται δυνατά το μέρος που πατάω ώσπου να το συνηθίσω. Η δύναμή μου και το βάρος μου πολλαπλασιάζονται εκεί κι η όρασή μου σιγά-σιγά μεταλλάσσεται σε ένα μείγμα αισθήσεων, μια αίσθηση ανάμεσα στην αφή και την ακοή. Το σύνολο τής οπτικής επαφής με το περιβάλλον καταργείται. Έτσι, δεν μπορώ να δω τα τοιχώματα των τούνελ στα οποία περιπλανιέμαι αλλά η παραμικρή επαφή μου με το υλικό τους παράγει ήχο εκκωφαντικό, ενώ διαφέρει κι η συχνότητα τού ήχου ανάλογα με το χρώμα.

Όσο μια τέτοια, ισχνή, πληροφόρηση τού περιβάλλοντός μου επιτρέπει, μπορώ να φανταστώ πως βρίσκομαι σε τόπο που εκτός των τούνελ, αποτελείται από αχανείς πλατείες με οροφές που αφήνουν ένα ύψος όχι μεγαλύτερο από το μέσο ύψος ενός ανθρώπου σε ελαφρά κυρτή στάση. Ο θόρυβος που παράγεται κατά το βηματισμό μου μεταφράζεται στο μυαλό μου σαν σκονισμένο βουητό. Η υπόθεση που κάνω περιλαμβάνει την ύπαρξη γραμμών στο έδαφος, που χιάζονται, ένα είδος από πλαστικές ράγες με βαθύ μπλε χρώμα.

Περιστασιακά ψηλαφώ στρογγυλά αντικείμενα με χαρακτηριστικό βόμβο στο άγγιγμά τους, πιθανόν χρώματος κιτρινωπού-αν δεν κάνω λάθος. Εντυπωσιάζομαι και πάλι από την έλλειψη μεταλλικών αντικειμένων, πράγμα που συμβαίνει συνέχεια ενώ οι ήχοι από σημαίες που ανεμίζουν υποτονικά μέσα στον θερμό, πνιγηρό αέρα των υπογείων εκτάσεων φτάνουν σ' εμένα πολύ καθαρά. Ξοπίσω τους οι ριπές των βημάτων θυμίζουν το βήμα τής χήνας που ακούγεται μαύρο και στο νου φέρνει εικόνες φασιστικών παρελάσεων.

Σαν να σέρνονται αλυσίδες, τώρα, από τα πόδια μου κι ακούω παράθυρα να ανοίγουν, από υλικό ξύλινο, παλιό. Το χέρι μου ψηλαφά ζωντανά πρόσωπα αιωρούμενα γύρω από τις τρύπες που βρίσκω στο διάβα μου και που συνδέουν τούς μεγαλύτερους διαδρόμους. Δεν βρίσκει το χέρι μου σώματα πουθενά. Μερικά πρόσωπα, στο άγγιγμά μου, ανοίγουν σαν σαρκοφάγα άνθη που γλείφουν τα δάχτυλά μου.

Κι ενόσω κινούμαι αδιάκοπα σε μέρη όπου τα σπρωξίματα, οι ιαχές κι ο πανζουρλισμός φέρνουν στο νου μου σκηνές τού Φελλίνι (όπως εκείνην τού "La nave va", όπου ο τυφλός διαγκωνιζόταν με το πλήθος για να θαυμάσει ...ιδίοις όμμασι το καινούργιο πλοίο), αρχίζω να αισθάνομαι στη ράχη ένα ξύλινο βάρος αρκετά μεγάλο και σκουντήματα από πολλά παιδιά, ισομεγέθη με μεγαλόσωμα ποντίκια. Θα μπορούσε να είναι ένας σταυρός ή ένα τεράστιο τόξο, αυτό το ξύλο που κουβαλώ.

Έτσι, άλλοτε εκεί κάτω καταλήγω ένας Εσταυρωμένος κι άλλοτε ένας τοξοβόλος έτοιμος για μια εκτέλεση. Κανένα από τα δυο δε μ' ενθουσιάζει. Η ψευδαισθήτωση αυτή, τότε, πρέπει να τελειώσει. Να αναβληθεί για κάποια άλλη νύχτα, άλλωστε τελειωμό δεν έχουν οι λευκές μου νύχτες.
    
Η επιστροφή είναι σίγουρη κι αυτό γιατί τη στιγμή που βρίσκομαι στη θέση τού Εσταυρωμένου, μέσα στο μυαλό μου "σκάει" η λυτρωτική εικόνα του χιονιού. Κι αυτή ξέρει καλά να με οδηγήσει πάνω, ακριβώς εκεί όπου αρχίζω το κατέβασμα τής σκάλας. Σύντομα είμαι πάλι πάνω.

Ύστερα το μόνο που θέλω είναι να χώσω το πρόσωπό μου μέσα σε μια χούφτα χιόνι και να εισπνεύσω δυνατά. Μου ξαναδίνει πίσω την όρασή μου το χιόνι, ενώ έχει σκεπάσει τα πάντα.