03 Ιουνίου, 2013

Πενθών Αιγέας




"Ταξίδια", για μένα, ήταν εκείνα τα καράβια που παίρναν μαζί τους καθένα κι από ένα κομμάτι τού σώματός μου, ακρωτηριασμένο, τυλιγμένο σ' ένα μαντήλι κι εκτεθειμένο στη βροχή τού καταστρώματος, στην πηχτή ατμόσφαιρα που πλανάται πάνω από τη ρότα. Το κύμα που χτυπά στα πλευρά το πλοίο σπάει σε σταγόνες, γίνεται πρίσμα.

Ξέρω πως η εικόνα μου που φτάνει εκεί μακριά στον παρατηρητή, δείχνει ψεύτικες μορφές, ολόκληρο κουφάρι κατασκευάζει από ένα μονάχα απόκομμά μου. Και το κουφάρι μου διατυμπανίζει πως από μένα δεν έχει απομείνει ζωντανό τίποτα πια. Μέσα στο νερό, πίσω από την ομίχλη, κάτι πετούν οι ναύτες μέσα στη θάλασσα, κάτι πέφτει και χάνεται στο κύμα.

Όλα είναι θλίψη για όλους. Απορία και αμήχανη διάθεση νιώθω για λίγο. Για έναν Αιγέα που εκεί ψηλά πιστεύει πως χάθηκα και θρηνεί για το χαμό μου, τίποτε δε νιώθω. Τον βλέπω να πέφτει... Κολυμπάω αργά αργά, ώσπου να φτάσω κοντά του - χωρίς πολλή πολλή βιασύνη.