Χλώμιαζε όλο και πιό πολύ. Θολά έβλεπε πιά τους πράσινους τοίχους της κουζίνας. Ένιωσε πως έφευγε μακριά από το σώμα της και μακριά από τη ζωή της, έτσι όπως αυτή τής είχε έρθει.
Ο νους της κρατούσε σφιχτά τις εικόνες από το περιοδικό που είχε στα χέρια της λίγα λεπτά πιό πριν. Έτσι το οπτικό της πεδίο άρχισε να ξεμακραίνει από τις κατσαρόλες και πλησίαζε όλο και πιό πολύ σ' εκείνες τις φωτογραφίες. Κάτι της θύμιζαν αυτά τα μέρη...Μα, τα είχε επισκεφθεί ή απλως το είχε κάποτε σχεδιάσει χωρίς ποτέ να το πραγματοποιήσει;
Ναοί κι αγάλματα, πολλοί κήποι, ο μεγάλος ποταμός...Α ναι, οι διακοπές της: Ιταλία, Φλωρεντία.
Πολύ αόριστα ένιωσε μια άλλη παρουσία κάπου μέσα στο σπίτι, χωρίς να μπορεί να καθορίσει το πού αυτή βρισκόταν. Την ένιωσε πιό συμπαγή από κάτι που στέκεται απλώς, πολύ πιό ισχυρή από κάτι που σκέφτεται.
Ξαφνιάστηκε από το γεγονός ότι δεν ένιωσε μέσα της κανένα φόβο. Ούτε που αναρωτήθηκε "ποιός να 'ναι;". Μονάχα γύρισε το κεφάλι της ήρεμα πρός την κρεββατοκάμαρά της και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Μιά αντρική σκιά φαινόταν στο πάτωμα, η μισή μέσα στο υπνοδωμάτιο και η υπόλοιπη μισή εξείχε από αυτό.
Η σκιά έμενε ακίνητη, έμοιαζε μάλιστα να κρατά με το αριστερό χέρι κάτι πάνω στον αριστερό ώμο ενώ το δεξί χέρι διαγραφόταν μυώδες να ακουμπά το μηρό. Κάτι μέσα της σκίρτησε καθώς η στάση τής σκιάς τής θύμισε έντονα μιά εικόνα που κάπου ήταν καταχωρημένη στις αναμνήσεις της...ίσως τις ερωτικές ή μήπως στα αρχετυπικά κατάλοιπα που συμβόλιζαν τη νεότητα και τη ρώμη, το θάρρος να μη φοβάσαι τίποτα - ούτε εφιάλτες ούτε γίγαντες. Μόνο να στέκεις εκεί γαλήνιος κι επιβλητικός με το βλέμμα να αγναντεύει το Νότο.
Ήταν όλα εκείνα που εκείνη δε μπόρεσε ποτέ να κάνει, μένοντας σπίτι, κλείνοντας έξω από τον κόσμο της αυτό το θηρίο, την καθημερινότητα, που καμμιά φορά γιά να παλέψεις μαζί του θέλει έναν ηρωισμό που δεν μπορείς να έχεις πάντα.