Ο καου-μπόυ μπήκε στο μπαρ, κατά το συνήθειο του, το Σάββατο λίγο μετά τη δύση τού ήλιου. Τα αυτιά του ήταν τεντωμένα. Ήθελε να διαπιστώσει αν για ακόμα μια φορά θα άκουγε -εκτός απο τα συνηθισμένα "σπέρααα"- εκείνο το κωλογλειφτάδικο "καλησπέρα" που λεγόταν ξεχωριστά από τις υπόλοιπες χαιρετούρες. Είτε θα λεγόταν επιδεικτικά νωρίς, πριν το χαιρετισμό τών άλλων είτε επιδεικτικά αργά, μετά το χαιρετισμό τών άλλων.
Ο Μακ Κλάουντ, έτσι τον έλεγαν το γελαδάρη, πλησίασε τον πάγκο ανταποδίδοντας τα "σπέρααα!" τών θαμώνων και ενώ παράγγελνε μια παγωμένη μπίρα άκουσε τη γνωστή, μακρόσυρτη φωνή: "Καλησπέρα Κλάουντ!"
"Καλησπέρα και σε σένα" είπε ο κάου-μπόυ, με την πλάτη γυρισμένη προς τη μεριά από όπου ερχόταν η φωνή και συνέχισε:
-Μπορείς να μού εξηγήσεις γιατί η καλησπέρα σου δεν συμπίπτει ποτέ με αυτή τών άλλων παρά ή που θα ακουστεί πρώτη ή που θα ακουστεί τελευταία;
-Ίδιος είναι ο χαιρετισμός τών άλλων με το δικό μου, φίλε μου;
-Εκτός του ότι ο δικός σου είναι πιο γλυκερός -κι αυτό δεν πειράζει, στον κόσμο καθείς έχει τους τρόπους του- άλλη διαφορά δε βλέπω.
Ο θαμώνας πατώντας στις μύτες τών ποδιών πλησίασε τον γελαδάρη και του πέρασε το χέρι γύρω από την πλάτη, λέγοντάς του με χαμηλή φωνή:
-Έλα τώρα, Μακ Κλάουντ, αφού εμείς έχουμε περάσει τα ίδια, ξέρουμε το νόημα τής ζωής εμείς...Τι σχέση έχουμε με τους υπόλοιπους; Αυτοί δεν ξέρουν πού παν' τα τέσσερα κι εμείς γυρίσαμε τον κόσμο.
-Α...Εσύ γύρισες τον κόσμο; Ναι τον γύρισα κι εγώ κάμποσο αλλά θέλω να τον γνωρίσω πιο καλά.
-Μα τι σου λέω τόση ώρα; Δεν πιάνεις την ουσία; Εμείς έχουμε διαβάσει και μια χιλιάδα βιβλία ο καθένας κι αυτοί πανάθεμά με αν έχουν διαβάσει πάνω από δυο.
-Α...Έχεις διαβάσει κι εσύ πολλά βιβλία, ε; Κρίμα που σταμάτησα εγώ το διάβασμα περίπου στα χίλια βιβλία. Ήθελα να διάβαζα άλλα τόσα.
-Βλέπεις λοιπόν; Σκέψου λίγο...Ποιός άλλος, εξόν από μας, κυκλοφορεί με κάτασπρο άλογο σ' αυτήν την κωλοπόλη;
-Ώστε δικό σου είναι το άσπρο τ' άλογο που βλέπω δεμένο έξω από το μπαρ κάθε μέρα που πάω στο σπίτι; Κι εγώ ένα άσπρο έχω μα για να μένει άσπρο το βουρτσίζω κάθε μέρα.
-Βλέπεις λοιπόν πόσο μοιάζουμε; Κι ύστερα με ρωτάς γιατί σε χαιρετώ ξεχωριστά...Μα αφού είμαστε ίδιοι και διαφορετικοί από τους άλλους!
-Δε μοιάζουμε εμείς, φίλε. Αυτά που έχουμε μοιάζουν, είναι τα ίδια ίσως. Έλα όμως που τα βλέπουμε με διαφορετική ματιά! Ο ένας άνθρωπος δε συγκρίνεται με τον άλλον άνθρωπο με κριτήριο αυτά που έχει αλλά με κριτήριο τη γνώμη του απέναντι στον κόσμο. Κι όπως έλεγε ένας πολύ γνωστός φίλος μου γελαδάρης: "η γνώμη είναι σαν τα ...μπαλάκια: καθένας έχει τα δικά του!".