21 Δεκεμβρίου, 2009

Καλοκαιρινές αποδράσεις

Αυτά τα πανάκριβα χάπια που του είχε πριν τρεις ώρες συστήσει ο ψυχίατρος και που με τόση λαχτάρα στην αρχή είχε αγοράσει από το φαρμακείο,τώρα τα έβλεπε και σκεφτόταν: "Μα αυτή είναι η σωτηρία μου; Θα μου διώξουν αυτά τη στενοχώρια; Δε θέλω πια να σκέφτομαι αυτά που πέρασα, να γίνομαι μίζερος, να με αποφεύγουν οι φίλοι μου και σιγά-σιγά να μένω όλο και πιό μόνος.Θέλω να σκεφτώ μια καλή μέρα, χωρίς στενοχώριες, μόνο ευχαρίστηση. Να τι χρειάζομαι, κάτι ευχάριστο."

Η έκφραση "κάτι ευχάριστο" ήταν πολύ αόριστη. "Διακοπές, ίσως. Γιατί να πρέπει όμως ντε και καλά να σηκωθώ να φύγω από δω, από την πόλη μου; Ή γιατί πρέπει πάλι φέτος να τη βγάλω εδώ με τις μπίρες και τα τσιγάρα;".
Έπιασε στα χέρια του ένα φυλλάδιο που του πάσαραν βιαστικά στο δρόμο εκεί που περπατούσε ιδρωμένος, επιστρέφοντας από τη δουλειά του. Γεμάτο φωτογραφίες ήταν.
Α! Η λέξη-κλειδί : ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ!

Άρχισε να ξεφυλλίζει αργά-αργά αυτό το φυλλάδιο με τις "αποδράσεις" στην Πάρο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη, με τις ηλιοκαμένες καλλονές, τις πολύχρωμες μπάλες και τα φωταγωγημένα μπαρ με τα πυροτεχνήματα. Δέκα μέρες οχτακόσια ΕΥΡΩ με ημιδιατροφή. Τα ναύλα σας πληρωμένα (τα δικά σας και των δαιμόνων που κουβαλάτε ο καθένας σας).

"Ε! Κι αυτοί οι δαίμονές μου, που ησυχία δεν έχουν! Άφησα μερικούς στη Ρώμη, πρόπερσι. Επίσης και στο Παρίσι, πέρυσι, την «πόλη του φωτός". Ξεφορτώθηκα στο Σηκουάνα αρκετούς μπας και πνιγούνε και γλιτώσω από δαύτους. Έλα όμως που τους περισσότερους τους βρήκα μπροστά μου μόλις γύρισα φρέσκος-φρέσκος από την καλοκαιρινή μου άδεια!... Πω-πω! Ναύπλιο, Σάμος, Λήμνος. Ωραία, τα γύρισα αυτά. Πάλι όταν επέστρεψα, οι αναθεματισμένοι δαίμονες πάλι με κάνανε μαρτυρικά να περάσω. Λες κι είναι παιδάκια που χίλια χατίρια τους κάνεις αλλά αν τυχόν πας ν' ανάψεις ένα τσιγάρο, το κάνεις με χίλιες τύψεις γιατί τα πειράζει ο καπνός..."

Ασυναίσθητα στη μια παλάμη κρατούσε ένα ροζ χάπι και στη δεξιά παλάμη το ορθάνοιχτο φυλλάδιο.
Κάποια στιγμή, ίσως από τη ζέστη, τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν σιγά-σιγά και το χέρι του έπεσε πάνω στα ψίχουλα που είχαν απομείνει από το μεσημεριανό του τοστ. Περνώντας οι ώρες, χωρίς να το καταλαβαίνει, άρχισε να κόβει σε χαρτάκια το φυλλάδιο -φτιάχνοντας χωνάκια- και να αδειάζει τα χαπάκια στο τραπέζι μπροστά του, μοιράζοντάς τα σε ισομερείς ποσότητες.

Είχε πια νυχτώσει,ξέχασε από πού είχε αρχίσει όλη αυτή η προεργασία και συνέχισε γεμίζοντας με χάπια τα καλοφτιαγμένα χωνάκια μέχρι που όλα ήταν πια στη θέση τους. Μάλιστα παράχωσε μηχανικά, μαζί με τα χάπια και κάτι απομεινάρια του τοστ.
Κι ύστερα τα απομεινάρια της ημέρας του.

Α! απόψε δεν θα την έβγαζε με μπίρες και με τσιγάρα.Θα ονειρευόταν όπως όλος ο κόσμος! Έστω και με χάπια...
Έλεγε πως θα έβρισκε μιαν άκρη με αυτά τα καινούργια που του πάσαραν πάλι σήμερα: χάπια και φωτογραφίες.

Το επόμενο πρωί, αφού ξύπνησε και ντύθηκε επιμελώς, βγήκε στο δρόμο για το γραφείο. Ένιωθε καλά, σχεδόν θαυμάσια. Ούτε καν την απόρριψη των φίλων σκεφτόταν ούτε το ότι συνέχιζε να είναι ένας μίζερος, ένας γρουσούζης τύπος.
Ένα πράγμα μόνο έκανε την ψυχή του κάθε τόσο να σκιρτά λυπημένη: Δεν έβρισκε πιά μέσα του πουθενά εκείνη τη λαχτάρα για φευγιό, αναχώρηση και...απόδραση.

Like a big pizza pie