10 Ιουλίου, 2011

Μιά και το 'φερε η κουβέντα



Μια κι είδα τον πύργο τού Άιφελ, στη φωτό, θα διηγηθώ ένα περιστατικό που μού συνέβη μια χειμωνιάτικη νύχτα ενώ βρισκόμουν στη βεράντα τού διαμερίσματός μου, περί τα πέντε χιλιόμετρα από τον πύργο. Καθώς το διαμέρισμά μου βρισκόταν στον 17ο όροφο κι έτσι είχα μπροστά μου μια απεριόριστη θέα, αν και ήταν περασμένες 2, είχα αρχίσει να μονολογώ γύρω από τα συνήθη: "Ναι, ναι...Κοιμήσου ήσυχο, Παρίσι. Οι ένοχοι κοιμούνται, οι αθώοι αγρυπνούν και μπλα μπλα μπλα".

Εκείνη την ώρα ορμούν στο διαμέρισμα λε φλικς, δυο μαντραχαλάδες με καπαρντίνες και με παίρνουν σηκωτό λέγοντάς μου: "Τι λες πάλι μωρέ; Μα δε βγάζεις ποτέ το σκασμό; Μερντ!". Μέχρι να προλάβω να ζητήσω την εντολή τού εισαγγελέα είχαν ήδη κάνει το διαμέρισμά μου άνω κάτω, ψάχνοντας κάτι προφανώς. Όντως, ο ένας τους μού λέει:

-Πού στο διάολο έχεις κρυμμένα τα βιβλία σου, πανάθεμά σε; Πού στο διάολο είναι τα υπόλοιπα; Εδώ είναι καμμιά δεκαριά βιβλία μονάχα: Ντε Σαντ, Τροτσκί, Καμί, Μπρέχτ, Αισωπός, κωλοβιβλιαράκια, εκδόσεις τής δεκάρας. Πού είναι τα δερματόδετα βιβλία, τα πολλά, η Μαρξιστική σου βιβλιοθήκη, το Αντάρτικο τού Τσε...Για να μιλάς συνέχεια και να λες τόσες βλακείες σα νευρόσπαστο θα είσαι κανένας βλαμμένος βιβλιοφάγος!

Να μην τα πολυλογώ, άφησα το διαμέρισμα με χειροπαίδες κι ένα φλικ να μου λέει: "Προχώρα. Έχεις την υποχρέωση να παραμείνεις σιωπηλός. Ό,τι δεν πεις θα καταλογισθεί στα ελαφρυντικά σου". Πριν το καταλάβω καλά-καλά είχαμε κατέβει τούς 17 ορόφους και είχαμε μπει στη Σιτροέν, όπου σκόνταψα το κεφάλι μου. Μετά από μισή ώρα δρόμο ήμασταν σ' ένα είδος ανακριτικού δωματίου, εγώ κι άλλοι δέκα. Ούτε καθρέφτες ούτε καλοί και κακοί ανακριτές εναλλάξ, όπως είχα συνηθίσει με την πολίς.

Εκείνοι ήταν ένα μπουλούκι εξαγριωμένοι φλικς που, αντί να προσπαθούν να μου αποσπάσουν πληροφορίες κι ομολογίες, επέμεναν να βγάλω το σκασμό και να μην πω ούτε λέξη. Οι δυο που με συνέλαβαν ήταν ήδη ζαλισμένοι από την πολυλογία μου ενώ δεν είχαν πάρει ακόμα απάντηση στο ερώτημα "με μια μόνο δεκαριά βιβλία στο σπίτι, πώς στο διάολο μια κοννεγί λες και άλλες δέκα κοννεγί σκέφτεσαι;".

Σφαλιάρες έφαγα πολλές κι άλλα τόσα "ΣΚΑΣΕ!" άκουσα ενώ μιλούσα διαρκώς -η αλήθεια να λέγεται...Αλλά, τι άσχημο τούς έλεγα; Δίκιο τούς έδινα για τις "σκούπες" με τούς ρομά και τους λαθρομετανάστες, σφαλιάρα έτρωγα. "Μπράβο" τούς έλεγα που πιάνουν τα πρεζάκια και τα χώνουν μέσα γιατί το πρόβλημα δεν είναι οι χοντρέμποροι τής πρέζας, έτρωγα τη σφαλιάρα. ΣΚΑΣΕ! Υποστήριξα και τις ιδιωτικοποιήσεις, εξηγώντας βέβαια λεπτομερειακά το γιατί μέχρι που σταμάτησα από ένα σμήνος σφαλιάρες, σαν το φατούρο τού σχολείου, ντε λ' εκόλ.

-Μα δεν καταλαβαίνεις -λα πυς ντε τα μερ!- ότι εδώ δε σε φέραμε για να ομολογήσεις τίποτα, ούτε να καρφώσεις κανέναν ούτε να "τα ξεράσεις όλα". Το αντίθετο ζητάμε: να σκάσεις, να το βουλώσεις ή τουλάχιστον να εξηγήσεις γιατί μιλάς τόσο πολύ...με άλλους, μόνος σου, όλο μιλάς. Κι όταν δε μιλάς, γράφεις! Τι φταίει μ' εσένα; ο θυρεοειδής σου τα' παιξε; Ζακ, να δεις ότι θα' ναι επιληπτικός...αυτοί μιλάνε συνεχώς.

-Πά ντέ τού, εμένα μου φαίνεται Τουρεττικός. Έχει κάτι τικ, αν το προσέξεις...

-Δε θα με βγάλετε και άρρωστο επειδή έχω μια τάση να μιλάω και διαθέτω και μια σχετική ευφράδεια. Ο θυρεοειδής μου είναι μια χαρά. Δεν είμαι επιληπτικός. Έχω στοιχεία για όλα αυτά. Πάμε στο σπίτι να τα πάρω. Έχω κάνει εξετάσεις εγώ, θα σας τις εξηγήσω λεπτομερώς.

Κι άρχισα και τους μίλαγα δυο ώρες για εξετάσεις. Μέχρι που είχε αρχίσει να χαράζει. Στο τέλος ειπα να 'ρθεί κάποιος μαζί μου να πάμε σπίτι να τις βρούμε. Τότε αλληλοκοιτάχτηκαν κι όλοι μαζί με μια φωνή είπαν "Νόν, πά μουά!!!". Είπαν πως ζούμε σε ρεπυμπλίκ και "να μη σε κρατάμε άλλο...παράνομο είναι, άντε στο καλό!". Μου βγάλαν τις χειροπαίδες, μ' έβγαλαν στο δρόμο και πήρα ένα ταξί για το σπίτι. Ήμουν πολύ κουρασμένος όταν έφτασα κι άρχισα να τηλεφωνώ στους γνωστούς μου, να διηγηθώ την περιπέτειά μου.