- Εκείνο το απόγευμα του Ιανουαρίου έκανα δυο λάθη. Από τη μια παρέλειψα να πάρω το υπεραστικό λεωφορείο προς τον προορισμό όπου έπρεπε για επαγγελματικούς λόγους να βρεθώ και από την άλλη πήρα ένα υπεραστικό για έναν άλλο προορισμό όπου λόγος κανείς δεν απαιτούσε την παρουσία μου. Εν μέρει είχα δικαιωθεί, με το λάθος μου, διότι στο διπλανό κάθισμα δεν καθόταν κανείς. Έτσι άπλωσα τα πόδια μου και έκλεισα τα μάτια...
- Μα γιατί...γιατί η ομιλία σου ακούγεται περίεργα;
- Χέστο τώρα...τις προάλλες που έλειπα τί έπαθα, ξέρεις; Πήρα, κατά λάθος, τα πρωινά φάρμακά μου το βράδυ... και το αντίστροφο!
- Χριστός και Απόστολος! Ελπίζω να μην έπαθες τίποτα..να μην σού ήρθε κάνας ταμπλάς.
- Όχι, αντιθέτως. Ένιωσα περίεργα καλά. Μάλιστα αυτό ήταν που με έκανε να καταλάβω το λάθος μου ή μάλλον το λάθος τού γιατρού. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο καλά όσο κείνη την ημέρα.
- Τού τηλεφώνησες τού γιατρού σου;...Αυτουνού τού... Σεδίλλα, έτσι δεν τον είπαμε; Μήπως μιλάς περίεργα ακριβώς λόγω τών φαρμάκων;
- Όχι. Μα πού όρεξη να μιλάω με το γιατρό. Πιθανόν έτρωγε κοψίδια στο χωριό του Με έπιασε και μια ακατανίκητη επιθυμία για σπαγγετάδα. Έκανα με τα πόδια όλο το γύρο τού Βιλλελμίναπλεην, λες κι έψαχνα στο Μανχάταν για μακαρόνια. Εν συντομία μετά από λίγο βρέθηκα μπροστά σε μια καρμπονάρα.
- Και πού το παράξενο;
- Ατενίζοντας την θάλασσα, τύλιγα περίτεχνα τα μακαρόνια στο πηρούνι και τα κατάπινα σχεδόν αμάσητα. Μέχρι που, δεν ξέρω γιατί, ίσως εξ αιτίας τών πανύψηλων κτηρίων κάτι με έβαλε σε διέγερση...Τύλιγα τα μακαρόνια στο πηρούνι και ύστερα χτυπούσα το πηρούνι με δύναμη πάνω στα χείλη μου, στην γλώσσα μου, στα δόντια μου μέχρι που το στράβωσα τελείως.
- Δεν σε σταμάτησε κανείς; Γι' αυτό μιλάς με δυσκολία, λοιπόν;
- Όχι...Μια σερβιτόρα που ευγενικά έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα μου προστατευτικά , άρπαξε και εκείνη μερικές πηρουνιές. Έτσι γνωριστήκαμε. Περνάμε καλά μαζί...είμαστε ξαπλωμένοι γυμνοί στο κρεββάτι τώρα. Γι' αυτό μιλάω με δυσκολία ...καταλαβαίνεις, ε;