Ησύχασε, αφού δεν έφυγα ακόμα...δεν πρόκειται να φύγω, άγνωστο κουφάρι πεσμένο, ακίνητο στο πεζοδρόμιο. Μέσα στην νεκρική ακινησία σου διακρίνω μιαν ανησυχία, ένα βουβό αγωνιώδη πανικό ... Ναι, φοβάσαι μήπως φύγω. Ησύχασε, είπα...Αφού δεν έφυγα ακόμα, εδώ θα μείνω μέχρι να έρθει ο κόσμος, να μαζευτεί το φιλοθεάμον πλήθος.
Θα κάνουν πηγαδάκια γύρω σου πολλοί και θα ακουστούνε γνώμες επαϊόντων, πορίσματα ερασιτεχνών ιατροδικαστών, τσιρίδες νοικοκυρών που δύσκολα τα φέρνουν βόλτα με το θυρεοειδή τους. Μέχρι τότε εγώ εδώ θα είμαι, να σού κρατώ το χέρι που όλο και πιο κρύο γίνεται καθόσον μένεις ακίνητος, σαν μαριονέττα σπασμένη, πεταμένη σ' ένα πεζοδρόμιο αυτής τής πόλης. Ησύχασε...αφού δεν έφυγα ακόμη, σημαίνει πως το θέμα σου το έχω πάρει ζεστά.
Άσε το θάνατο να κάνει σωστά απάνω σου τη δουλειά του, να ολοκληρώσει το έργο του. Να χαλαρώσεις και εσύ από αυτό το πιάσιμο τής νεκρικής ακαμψίας. Έχεις ακόμα δρόμο μπροστά σου: στην κατάσταση που είσαι θα έλεγα πως το μισό δρόμο μοναχά έχεις κάνει προς την "αθανασία". Εκεί θ' αφήσω να σε περιλάβουν οι άλλοι, δικαιοδοσία κι αρμοδιότητα άλλη δεν έχω.
Ησύχασε και μην με ευχαριστείς. Πιστεύω στη Θεία Δίκη κι ελπίζω και για μένα κάποιος θα βρεθεί να κάνει ό,τι κάνω για σένα. Κάποιος που δίπλα μου θα μείνει, κρατώντας μου το χέρι, μέχρι να έρθει το πλήθος να με παραλάβει με τα ουρλιαχτά, τα πηγαδάκια, τα περιπολικά και τα κονβόυ ασθενοφόρων και συναφών οχημάτων.
Κάποιος να μείνει κοντά μου, αν χρειαστεί, λέγοντας "Μη φοβάσαι, ρε φίλε...Εγώ δε φεύγω. Μαζί σου θα μείνω μέχρι να έρθουν οι περίεργοι. Όχι, δεν είμαι εγώ από αυτούς που τα παρατάνε, σηκώνονται και φεύγουν, διστάζουν μια βοήθεια να ζητήσουν ...Από αυτούς που λένε άσε μη μπλέξουμε, μωρέ, σε τμήματα και καταθέσεις...χαμένος χρόνος κι έχουμε και δουλειές!"