30 Δεκεμβρίου, 2020

Βαγγελίστικα

 Ο μικρός Βαγγέλης από τα 3 του χρόνια περνούσε τις μέρες με τον πατέρα του, μιλώντας επί ώρες, μιλώντας επί μέρες, περνούσαν οι ηλικίες. Λόγια όλο και πιο μεγάλα, λόγια από συζητήσεις όλο και πιο θολές, λόγια και λέξεις ορθογραφίας, καλλιγραφία χωρίς φύλο. Πιπίλα που πέφτει και λέξεις. Νερά που καταβρέχουν, σύννεφα που περνούν πετώντας και πάλι λέξεις. Καβούρια στα βράχια, μεγεθυντικός φακός που καίει το χαρτί, Ντελ Πιέρο - Τζίμι Χέντριξ και λέξεις. Μια τόσο μεγάλη επιθυμία να γράφει αυτά που λέγονταν, όμως τί απροθυμία!

Κι έτσι τα λόγια του μοιάζαν νεολεξίες και είχαν κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Ήταν αυτό που πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει κάποιος ή κάποια: "Άρχισες πάλι να μιλάς τα Βαγγελίστικα".




24 Δεκεμβρίου, 2020

20 Δεκεμβρίου, 2020

She closed her eyes

              She closed her eyes
                        (Chris Rea)


Έκλεισε τα μάτια για λίγο και όταν τα άνοιξε πάλι πρόσεξε μια επιγραφή στον απέναντι τοίχο..."φασίστες δε σας ξεχνάμαι". Σκέφτηκε πως μόνο όταν πεθαίνεις, μόνο τότε μπορεί να ξεχαστείς. Σουφρώνοντας τα φρύδια η κ. Ένγκλεντιν άρχισε να κοιτά τα αγόρια και τα κορίτσια που κρέμονταν από το μονόζυγο, στα 6-7 μέτρα μακριά της. Εστίαζε στις κοιλιές τους και φαντασίωσε, για λίγα λεπτά, πως τα προεφηβικά κορμιά ήταν γυμνά και ταλαντώνονταν, με τους άγουρους μύες τους να συσπώνται. Η τόση αθωότητα την πήγε πίσω. Πίσω στις μέρες της. Πίσω στα πρόσωπα που της δημιουργούσαν τα ίδια συναισθήματα.  

Ο Μιχάλης, ο Πελοποννήσιος με το αξάν τού Πύργου, βλάχος κανονικός μα τόσο τρυφερός μαζί της. Σκληρός με τους άλλους. Τα γαλάζια του μάτια και εκείνη η αθωότητά του να παρασυρθεί από την γυναίκα τού φίλου του ερωτικά...και εκείνη η ευκολία να δεχτεί να τον κάψουν τον σύζυγο ώστε να μην βρεθεί η σορός του...Πόσο γλυκός όμως!

Έπειτα ο Ευάγγελος, που είχε μάλιστα μοιραστεί το ίδιο κελί με τον Πελοποννήσιο για δυο χρόνια. Από τον Μιχάλη είχε γνωρίσει τον Ευάγγελο η Ένγκλεντιν και τα έφτιαξαν πίσω από την πλάτη του. Φρόντισε όμως να μην πληγωθεί κανείς. Τις άδειες που έπαιρναν οι δύο φυλακόβιοι άνδρες, τις περνούσαν με την Ένγκλεντιν αμφότεροι ο είς εν αγνοία τού άλλου.

Η καϋμένη άκουγε με διαφορετική περιγραφή τα συμβάντα τής φυλακής, τής Ακτίνας Ά, τού κελιού τάδε. Ο Ευάγγελος είχε να το λέει πως το δικό του κακούργημα ήταν ...ευγενέστερο από τού Μιχάλη που "είχε λερώσει τα χέρια του με αίμα"

Θυμήθηκε ακόμα δύο συντρόφους που την είχαν σαγηνεύσει πριν χρόνια (οι ψυχαναλυτές έλεγαν πάντα πως οι εγκληματικοί τύποι γοητεύουν τα άτομα τού αντίθετου φύλου από το δικό τους). Άρχισε να κοιτάζει τα παιδιά τής παιδικής χαράς που είχαν πια λιγοστέψει. Αθώα και χαμογελαστά πρόσωπα μπορούσε να δει όχι όμως προς αυτήν.

Ο τοίχος πάλι τράβηξε την προσοχή της και η ανορθογραφία "...δεν σας ξεχνάμαι" την έκανε να νιώσει μάταια όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω της. Τάξη και λαγνεία χρειαζόταν η ζωή της, υπέθεσε.



14 Δεκεμβρίου, 2020

Τον κακό σου τον καιρό


Ακόμη και αυτοί

οι δικοί μας οι καιροί

οι τενεκέδες οι κενοί

και παντοιοτρόπως ευτελισμένοι 

ακόμη και αυτοί οι καιροί

θα ακούσουμε κάποτε 

να αποκαλούνται

ριζοσπαστικά επαναστατικοί





10 Δεκεμβρίου, 2020

U scaccaricchie

 Μέσα στο σπίτι τριγυρίζεις κάνοντας μικρούς θορύβους.

Γελάς τόσο άκακα... Ναι, ξεγελάς πως ένα παιδάκι είσαι μόνο, που τραβάει το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι μετά το δείπνο, που τραβά τις άκρες των σκεπασμάτων, πέρα δώθε πας τις καρέκλες...

Και λες ένα παιδί είσαι που δεν γεννήθηκε ποτέ. Η μαμά σου, λες, κάθε βράδυ, με τελετουργική συνέπεια έπινε τις σταγόνες που τής έδωσαν να παίρνει μέσα σε λίγο κρασάκι, ώστε να μην γεννηθείς ποτέ ή μιάν ημέρα να ξυπνήσει η μάνα σου και να δει τα σεντόνια της γεμάτα από αίμα και σένα να μην σε νιώθει πιά να κλωτσάς μέσα της. Να μην σώσεις και γεννηθείς με λίγα λόγια...

Τι ψευτάκος που είσαι! Η μάνα σου δεν άντεξε μέχρι το τέλος (σου). Σταμάτησε τις σταγόνες και άρχισε να τρώει καλά. Γνώρισε και κάποιον που τής έδωσε αγάπη. Τόση αγάπη και για σένα! 

Αυτή ήταν η πραγματική ιστορία. Πουθενά όμως δεν γράφτηκε πως, σε δύσκολους καιρούς, ξέχασαν να σε βαφτίσουν.

Κόκκινο καπελάκι φοράς και αστεία τρομάζεις τους ανθρώπους.



04 Δεκεμβρίου, 2020

Η σταδιοδρομία συνεχίζεται

 Στο σημείο όπου κλήθηκε η αστυνομία έφτασε ο υπαστυνόμος  Φ. με δύο όργανα τής τάξεως. Συνάντησε έναν ανθρωπάκο που έτρεμε σαν το ψάρι. Ανήσυχος, έντρομος με ένα κλειδί στο χέρι που έτρεξε να το δώσει στους αστυνομικούς.

- Γρήγορα, ανοίξτε...το τελευταίο δεκαήμερο η μάνα μου ούτε απαντάει στα τηλέφωνα ούτε παίρνει κανέναν τηλέφωνο. Εννοείται πως δεν βγαίνει λόγω τού φόβου...

Ο υπαστυνόμος Φ κοίταξε γύρω του, στέκοντας κοντά στο πλυσταριό όπου έμενε η γερόντισσα και είπε "Εδώ δεν συμβαίνει τίποτα"

- Ανοίξτε παρακαλώ. Εγώ δεν τολμώ...

Όπερ και εγένετο. Το θέαμα που αντίκρυσαν είναι αδιάφορο: μία γραία νεκρή, στο κρεββάτι της σε ελαφρά αποσύνθεση.

Πω πωωω είπε το ένα από τα όργανα. Σε αποσύνθεση...Ε υπαστυνόμε Φ.; Οπωσδήποτε Covid ...αλλά σε αποσύνθεση; Πόσο καιρό έμεινε έτσι;

- Εεεε...Η κοινωνική απόσταση, παιδί μου

Αυτά είπε ο Φ. και μέσα του γύριζε ακόμη η σκέψη: Εδώ δεν συμβαίνει τίποτε.