Τα περισσότερα για την κρυφή, διπλή και τριπλή ζωή (που την ενόμιζα γλυκιά μα αποδείχτηκε σακάτισσα στο τέλος) μου τα έμαθαν οι φίλοι, αυτά τα ανθρωπάρια που πίστευα ότι ήταν άνθρωποι τής προκοπής, φιλήσυχοι απλώς πολίτες.
Φιλήσυχοι ήταν οι κακόμοιροι, κακό δεν κάναν σε κανέναν. Όχι όμως από ευγένεια ή καλοσύνη, πιο πολύ καλούς τους έκανε ο φόβος, του αντίπαλου το δέος:
"Να του την παίξω αυτουνού να τον αφήσω σέκο; ... Στον άλλο να πω τα καθέκαστα να φανούν όλοι ξεφτίλες;".
Ευσεβείς πόθοι αλλ' η σαρξ ασθενής.
Τέτοιες στιγμές -που βλέπω πόση ζημιά μπορώ να κάνω στους ανθρώπους- νιώθω πως έγινα ο ίδιος ο Σατανάς, που από το στόμα του βγαίνουν φωτιές. Πόσο σε ζαλίζει η δύναμη, όταν τα ανθρωπακάκια κρατάς από το σβέρκο, φτάνει να ανοίξεις το στόμα σου κι ο πόλεμος θα αρχίσει!... Πολεμούν όμως με μέσα κακόμοιρα, γυναικείες συκοφαντίες, από φόβο μην τυχόν κι ο πόλεμος γίνει αληθινός, με θύματα και θύτες.
Κατάστασις εκτός ελέγχου...
Καλά... Σώθηκα τώρα! Μαζί με αυτούς τούς ανεπρόκοπους, δεν μπορεί κανείς ούτε Θεός να γίνει ούτε και Σατανάς... Ούτε χξς' ούτε Γιαχβέ. Αυτά είναι απρόσιτα ύψη.
Μα στην επαρχία περιοδεύοντας
εκεί στην πλατεία τα βράδια
μπορείς να στήσεις σκηνικό με ιστορίες οζέ
ξεβράκωτους τρελούς
φίλους καρδιακούς
Παράπονα στη φόρα:
Γιατί όσον έλειπες δε μου 'γραφες;
Μου 'στειλες ένα τηλεγράφημα
Εγώ, είδες, σου είχα στείλει γράμμα!