Το τελευταίο τσιγάρο τής ημέρας κάπνιζα ως συνήθως στο κρεβάτι ξαπλωμένος, κοιτάζοντας αφηρημένος τις γωνίες τού παραθύρου στ' αριστερά μου, ώσπου ο ελάχιστος φωτισμός τού δωματίου αναστατώθηκε από την ελλειπτική τροχιά ενός ολόλευκα φωτεινού εντόμου που, αφού μπήκε από το ορθάνοιχτο παράθυρο κι έκανε δυο ή τρεις εναέριες στροφές, προσγειώθηκε στο κομοδίνο.
Ο απρόσκλητος καλεσμένος στάθηκε λίγο εκεί και έδιωξε τη νύστα μου με την επιμονή του να μένει ακίνητος μισό μέτρο απέναντί μου, προκαλώντας το βλέμμα μου να τον περιεργαστεί αφού πρώτα άναψα το φως. Ήταν φανερό πως ο επισκέπτης μου ήξερε πως είναι σφαλερή η επικοινωνία μεταξύ δυο όντων όταν δε γνωρίζει ο ένας τη μορφή τού άλλου.
Έτσι λοιπόν μού δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω πως επρόκειτο για ένα έντομο σχήματος νυχτοπεταλούδας και μεγέθους πολύ μικρού πουλιού. Τα φτερά του ήταν λευκά και σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρα τα τέσσερα πόδια του. Το στρογγυλό κεφάλι του διέθετε τρία μάτια και κατέληγε σε ρύγχος το οποίο ανοιγοκλείνοντας μπορούσε να αρθρώνει φράσεις. Από τη μυθολογία ξεπήδηξε, ταιριαστά γι' αυτό που είχα μπροστά μου, το όνομα τού Λευκού Αγριόχοιρου. Όντως η στάση τού σώματος τού εντόμου θύμιζε αγριογούρουνο έτοιμο να επιτεθεί. Άνοιξε το στόμα και με βραχνή φωνή είπε αργά και καθαρά:
-Πάνω στο δέρμα σου κηλίδες άσπρες και κηλίδες μαύρες και κάθε μαύρη κηλίδα περιέχει μέσα της άσπρες κηλίδες όπως κάθε άσπρη κηλίδα περιέχει μέσα της μαύρες κηλίδες. Με τη σειρά τους κι αυτές οι μαύρες κηλίδες έχουν μέσα τους λευκές...κι όπως καταλαβαίνεις αυτό δεν τελειώνει εκεί. Επαναλαμβάνεται πέρα από τις δυνατότητές σου να το παρακολουθήσεις...
"Τι λες τώρα, χρυσόμυγα; Παίζεις μ' εμένα το παιχνίδι τού "Άσπρο-Μαύρο" ή το καθρέφτισμα τού καθρέφτη μέσα στον καθρέφτη; Το όνειρο μέσα στ' όνειρο; Ή μήπως ετοιμάζεσαι να μού πεις ότι δεν κοιμάμαι αλλά ονειρεύομαι πως κοιμάμαι;" ήταν η απάντησή μου και φύσηξα τον καπνό μου προς τη μεριά του.
-Νόμιζα θα μού έλεγες πιό ευγενικά κάτι κοινότυπο, όπως ας πούμε ότι δεν υπάρχει μόνο άσπρο και μαύρο.
"Αν σε έπαιρνα στα σοβαρά, τέτοια ώρα, κάτι τέτοιο θα σού έλεγα ή μπορεί και να σού έλεγα πως το άσπρο είναι άσπρο και το μαύρο είναι μαύρο κι εσύ μιλάς για ...λεκέδες. Δεν ξέρω. Τι θα σε έβγαζε από τα ρούχα σου, που μού ντύθηκες σαν τον Λιμπεράτσε;!" του απάντησα.
-Αλλά η λογική σου όμως θα έμενε το ίδιο στατική, σταματημένη είτε στο ένα είτε στο άλλο ενώ πρόσεξε τη δική μου λογική: δεν σταματά πουθενά, δεν αποκλείει το ότι κάπου, σε κάποια άσπρη κηλίδα για παράδειγμα, μπορείς να βρεις απρόσμενα και μια κηλίδα κόκκινο ή γαλάζιο. Η λογική δεν είναι για να φτάνεις σ' ένα συμπέρασμα, το πιο βολικό, κι εκεί να σταματάς. Πρέπει να τη σπρώχνεις πιο βαθιά. Να υπεραναλύεις!
"Αυτό κάνω αλλά μόνο όταν θέλω να καταλήξω κάπου συγκεκριμένα. Ύστερα σταματάω. Είναι λάθος, ε; Το ξέρω...Η επιθυμία μου να φτάσω -ή να μην φτάσω- κάπου αλλοιώνει τον τρόπο που κινούμαι. Και η προσδοκία τών άλλων να φτάσω κάπου επηρεάζει τον τρόπο που κινούμαι ή σκέφτομαι.", είπα κι έσβησα το τσιγάρο.
-Τότε γιατί δεν σκέφτηκες, όταν κινείσαι, να κινείσαι μακριά απ' τα βλέμματα τών άλλων; Γιατί ακόμα δεν έμαθες να κινείσαι σαν το φίδι που έρπει κάτω από τη γη, ξέροντας μόνο αυτό πού πάει και πώς θα φτάσει εκεί που θέλει;
"Ίσως φοβάμαι να ακολουθήσω ένα δρόμο ή μια σκέψη χωρίς την ενδεχόμενη κατακραυγή τών άλλων. Η αποδοκιμασία τών άλλων δεν είναι πάντα επιζήμια. Είναι άλλα τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η παρουσία τών άλλων...". Σταύρωσα τα χέρια μου καθώς μού διέκοπτε τη φράση.
-Η λογοκρισία τους είναι το χειρότερο. Και η χειρότερη λογοκρισία είναι η αίσθηση πως αυτό που λες δεν γίνεται αντιληπτό. Χμμμ...
"Να που συμφωνούμε. Δηλαδή, ίσως κι αυτό να το έμαθα απόψε από σένα. Υποτίθεται πως αυτό ήταν το νόημα τής επίσκεψής σου. Έτσι δεν είναι, δάσκαλέ μου;"
-Ακριβώς έτσι, ήθελα να σού προσφέρω κι άλλη ανάλυση στη δική σου που μοιάζει να έχει κουραστεί. Πετώντας έξω απ' το παράθυρό σου οι κεραίες μου "πιάσαν" μηνύματα μπλεγμένα. Ξεκόλλησες τώρα λιγάκι;
"Ίσως ναι...ξεκόλλησα λιγάκι. Μα κάτι μέσα μου νιώθω πως σε σύγχυση πιο μεγάλη θα με βάλει...".