Σπίτι μακριά από τ' άλλα σπίτια
εκεί γλιστρούσαν οι μέρες
παράθυρο ορθάνοιχτο στον αέρα
οι κουρτίνες: κουρέλια, σημαίες
Κοιτούσα το χωριό που σκούριαζε
την ώρα που κατέβαινε ο ήλιος
κόσμος ολόκληρος ένα δωμάτιο
παλιά παιγνίδια και χειροτεχνίες
Με το πρόσωπο μες τις παλάμες
ψιθύριζα τις προσευχές μου
οι τραχειές φωνές των χωρικών
σκόρπιζαν τις λίγες γραμμές μου
Όταν η ώρα περνούσε, οι καμπάνες
σήμαιναν το θάνατο της κάθε μέρας
έφτανε η ώρα να στήσω τ' αυτί μου
"ανασαίνει τάχα ακόμα ο πατέρας;"
Ελευθέρωνα έπειτα την ψυχή μου
και την άκουγα να ξεφεύγει μονάχη
δυνατό θρόισμα και μακρόσυρτο
σπουργιτιών πέταγμα μέσα στα στάχια