20 Μαΐου, 2010

Φανάρια


















Πράσινη Παρασκευή ή Κόκκινο Σαββάτο
Το πρώτο αργό βήμα τής νύχτας
Που πρόσμενα με μάτια νυσταγμένα
Προβάλλει πίσω απ' το φανάρι
Και γνωριζόμαστε πολύ καλά
Μετά από όσα κάναμε ώστε να ξαφνιαστούμε

Έχω στην κάθε τσέπη μου από έναν αναπτήρα
Ο ένας ανάβει ένα τσιγάρο ακόμα
Κι ο άλλος καίει εμένα
Εκατό λέξεις στο μυαλό μου
Θέλουν να γίνουν ποίημα
Ποίημα χτεσινό
Ποίημα τής κάθε μέρας
Ποίημα που ποτέ δε λέει τίποτα
Για κείνον που το γράφει
Ποίημα γραμμένο σ' ένα μπαρ
Με αμερικάνικα τραγούδια
Μπαρ με ακίνητους θαμώνες

Ατέλειωτη η αναμονή
Κουράστηκαν  οι λέξεις
Η σκηνή πρέπει να' ναι ζωηρή
Με ηθοποιούς ν΄αυτοσχεδιάζουν
Η παράσταση αναβάλλεται γι αύριο, την ίδια ώρα

Εγώ νύσταξα ακόμα πιό πολύ
Κρύβομαι σε ίλιγγο πορείας ταξί
Μετά τα μεσάνυχτα τρεις η ώρα

Καλά δεν ξέρω  που πηγαίνω
Το υπαγορεύουν οι σηματοδότες
Πράσινο ή κόκκινο θα δείξουν;

Τι μέρα είναι;
Αυτό μετράει...γιατί:
Κόκκινο-Σαββάτο και Πράσινο-Παρασκευή

La cucaracha




Γύρω στις 12 το μεσημέρι ξύπνησε από μια πολύ ενοχλητική μουρμούρα, ένα τσακωμό και κάτι στριγγλιές  μέσα στην κοιλιά του. Πάλι το λεπτό του έντερο καυγάδιζε με το στομάχι του που όλο σκουπιδαριά κατεβάζει, "τα' χωνε" και στο παχύ άντερό του που δεν κουνιέται λίγο να σπρώξει τις βρωμιές. Μες τον τυμπανισμό του, ο Ηλίας, ήπιε δυο σόδες κι άρχισε να σκέφτεται και να ρεύεται κατά ριπάς. Το μυαλό του ήταν ακόμα κολλημένο στο ποίημα που ήθελε να τελειώσει και δεν έβρισκε τον τρόπο.

Έσυρε το βήμα του αργά,  με το ένα πόδι του ξυπόλητο, αφού δεν βρήκε την αριστερή παντόφλα, κι έφτασε στο μισοσκότεινο μπάνιο όπου ως συνήθως τον περίμεναν οι τρεις γνωστές του μεγάλες κατσαρίδες παρέα με κάτι μικρότερες. Από την απροσεξία και τη βιασύνη να στρωθεί πάλι στο γράψιμο πάτησε μια από τις μεγάλες κατσαρίδες και μάλιστα με το ξυπόλητο το πόδι.

"Ωχ! Την πάτησα πάλι" είπε μέσα του και μ' ένα κομμάτι χαρτί υγείας ξεκόλλησε από την πατούσα του το καφετί έντομο που κουνούσε σπασμωδικά τα πόδια του. Το "Την πάτησα πάλι" ήθελε να πει πως πάλι πάτησε την ίδια κατσαρίδα. Πέταξε στη λεκάνη το αεικίνητο έντομο, που μόλις ο Ηλίας γύρισε την πλάτη του σκαρφάλωσε με πολύ κόπο στο κάθισμα της λεκάνης κοιτάζοντας το κακάσχημο, ξεχειλωμένο κι εντελώς αηδιαστικό δίποδο να βγαίνει από την τουαλέτα αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

Λένε πως οι κατσαρίδες αγαπούν το χαρτί, συχνάζουν κοντά σε ηλεκτρικά καλώδια, δεν αντέχουν το φως και είναι το μόνο είδος που θα επιζήσει μετά από έναν ενδεχόμενο πυρηνικό όλεθρο. Όλα αυτά έκαναν τον Ηλία να βλέπει τα αρθρόποδα αυτά σαν την ενσάρκωση τού ονείρου τής αθανασίας, πράγμα που επιβεβαιωνόταν κι από το γεγονός ότι είχε πατήσει τόσες φορές το συγκεκριμένο έντομο κι αυτό παρέμενε ζωντανό. Ο μύθος τού Αισώπου για τον Αετό και την Κατσαρίδα τον διασκέδαζε πολύ: αυτό το είδος, στα τουλάχιστον τριακόσια εκατομμύρια χρόνια ύπαρξης πάνω στον πλανήτη, κατάφερνε να επιζήσει σχεδόν μόνο από τη βρωμιά του.

Ο Ηλίας δεν έβρισκε τίποτα το αηδιαστικό στη "Μεταμόρφωση". Ο Γκρέγκορ Σάμσα ίσως ήταν τυχερός που σιγά-σιγά μεταμορφωνόταν σε κατσαρίδα. Πράγματα απίθανα είχε διαβάσει, όπως το ότι, ακόμα και εντελώς αποκεφαλισμένα, αυτά τα έντομα διατηρούν την κινητικότητά τους ακόμα και για μια βδομάδα με τη φοβερά περιφερειακή τοποθέτηση των ζωτικών τους κέντρων, ζούν παντού πάνω στην υφήλιο και σε μερικές περιοχές τού πλανήτη πολλαπλασιάζονται ακόμα και με πραγματική παρθενογένεση. Αλλά, επίσης λένε, την πείνα δε γνωρίζουν. Καννιβαλίζουνε συχνά...

Ω, Άνθρωπε, ασήμαντο είδος που είσαι, τόσο πολύ ευάλωτος είσαι, σε τόσες λίγες αντιξοότητες! Ο οίστρος μονομιάς κατέκλυσε τον Ηλία καθώς σκεφτόταν πως να ησυχάσει την κοιλιά του:

Περαστικό είδος, ευπαθές, φτιαγμένο να αρρωσταίνει, χίλια βάσανα να τραβάει, να ψάχνει για ζωή υγιεινή και καθαρό αέρα, να καυχιέται για θάρρος κι αξιοπρέπεια, να πρέπει να καμώνεται πως φτιάχνει κοινωνίες και λαούς που σε θεούς πιστεύουν, μηνύματα στο διάστημα να στέλνει μήπως και τα καταλάβουνε όντα από άλλους κόσμους, να μην ξέρει πού βαδίζει, να ψάχνει νέους δρόμους πάνω σε νέους πλανήτες, ενώ απρόσεκτος, μέσα στο ίδιο το σπίτι του, πατά το πιό τέλειο πλάσμα.