20 Δεκεμβρίου, 2011

Ο καβάλος






Μέσα στο μικρό ραφτάδικο, λόγω στενότητας τού χώρου, ανέπνεα τη μυρωδιά τών σκούρων υφασμάτων και τών καλοτυλιγμένων κλωστών. Παρ' όλο που η δουλειά μου ήταν ένα καλό καθάρισμα τού μαγαζιού, μέσα-έξω και κυρίως τα τζάμια, μου έμενε χρόνος αρκετός για να παρατηρώ τις ράφτρες. 


Παρατηρούσα την εστιασμένη τους προσοχή, την φροντίδα που επεφύλασσαν για κάθε πόντο, λες και είχαν να κάνουν με πολύτιμο μετάξι που ούτε ένα χιλιοστό του δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Τέτοια ακρίβεια και αρμονία στις κινήσεις! 


Ο τρόπος που εισερχόταν η βελόνα στο ύφασμα θύμιζε χάρισμα χειρουργού: έπρεπε η βελόνα να μπει σ' ένα συγκεκριμένο σημείο με την ίδια ακρίβεια που ο γιατρός χώνει τη σύριγγα ανάμεσα σε δυο σπονδύλους ή ανάμεσα σε δυο πλευρά - προσεκτικά μην τραυματίσουμε το ν. μυελό ή κανένα αγγείο.


Το τρίψιμο του τραχήλου τής Μολδαυής για να ξεπιαστεί, οι κινήσεις υπερέκτασης τού κορμού τής Αλβανίδας και τα τσιριχτά της Ελληνίδας που έδινε οδηγίες στα κορίτσια, ήταν οι καθημερινές εικόνες κι ακούσματα του μαγαζιού εκείνου. 


Τα κορίτσια ιδρωμένα μπαινόβγαιναν στο δοκιμαστήριο μέχρι ο καβάλος του κυρίου να είναι τέλειος. Τα πιο πολλά ρούχα εκεί μέσα ήταν παντελόνια κι ο καβάλος είναι το παν σ' ένα αντρικό παντελόνι. Κι όπου κι αν ρωτούσες, θα σου έλεγαν πως το μαγαζί εκείνο έφτιαχνε τον πιο καλό καβάλο.


Θυμάμαι, ήταν φορές που έφευγα από κει μέσα νιώθοντας κόκορας κουνιστός, ντιγκιντάνγκας κατά το κοινώς λεγόμενον. Ενίοτε μάλιστα ένιωθα, χωρίς να ξέρω το γιατί, κόκορας ολότελα μουνουχισμένος.