"Μαμά" έλεγε...και ύστερα,
"Μαμά μου, μητέρα μου...μάνα μου". Πόσα ονόματα τής βρήκε!
Κι ολοένα μια ίνα,
μια κλωστή από σάλιο
ανάμεσα στα δυό της χείλη
σαν χορδή τεντώνονταν
σε κάθε γράμμα μ
και κινδύνευε να σπάσει.
Έσπασε η κλωστή όταν πέθανε η μαμά.
Τότε εκείνη έτρεξε γρήγορα
να γίνει αόρατη, να κρυφτεί
και βρήκε καταφύγιο πίσω από μιά καρέκλα.