Μέσα στο σπίτι τριγυρίζεις κάνοντας μικρούς θορύβους.
Γελάς τόσο άκακα... Ναι, ξεγελάς πως ένα παιδάκι είσαι μόνο, που τραβάει το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι μετά το δείπνο, που τραβά τις άκρες των σκεπασμάτων, πέρα δώθε πας τις καρέκλες...
Και λες ένα παιδί είσαι που δεν γεννήθηκε ποτέ. Η μαμά σου, λες, κάθε βράδυ, με τελετουργική συνέπεια έπινε τις σταγόνες που τής έδωσαν να παίρνει μέσα σε λίγο κρασάκι, ώστε να μην γεννηθείς ποτέ ή μιάν ημέρα να ξυπνήσει η μάνα σου και να δει τα σεντόνια της γεμάτα από αίμα και σένα να μην σε νιώθει πιά να κλωτσάς μέσα της. Να μην σώσεις και γεννηθείς με λίγα λόγια...
Τι ψευτάκος που είσαι! Η μάνα σου δεν άντεξε μέχρι το τέλος (σου). Σταμάτησε τις σταγόνες και άρχισε να τρώει καλά. Γνώρισε και κάποιον που τής έδωσε αγάπη. Τόση αγάπη και για σένα!
Αυτή ήταν η πραγματική ιστορία. Πουθενά όμως δεν γράφτηκε πως, σε δύσκολους καιρούς, ξέχασαν να σε βαφτίσουν.
Κόκκινο καπελάκι φοράς και αστεία τρομάζεις τους ανθρώπους.