Παράξενη η δεξίωση, φίλοι μου, που με κάλεσαν να πάω εκείνο το βράδυ. Όλος ο κόσμος τη ντάμα μου κοιτούσε με θαυμασμό πολύ ενώ σ' εμένα σουφρώνανε όλοι τα μούτρα περιφρονητικά. Φορούσε εκείνη τη φούστα τη στενή και αιωρήσεις ξετσίπωτες έκανε με τους γοφούς της σάμπως ζητώντας γελαδάρη στιβαρό, από το βούνευρό του να χτυπηθεί.
Έριχνε το βλέμμα της τριγύρω, κερνώντας φαντασίες κάθε αρσενικό. Τ' άρωμά της ξεπηδούσε από το πρόστυχο μπούστο της, τρέλαινε τις κιθάρες κι εκείνες ανάβλυζαν τραγούδια που κι εμένα θα κάναν ποιητή. Μα αντί για σκέψεις ποιητή είχα στο σακάτη το νου μου στραγγαλισμού εργαλείο φτιαγμένο από χορδές κιθάρας mi, la, re, sol, si.
Ό,τι είν' όμορφο πες το "κακό" κι ό,τι άσχημο είναι "πρόστυχο" πες το. Τρεις σιτεμένες δίπλα μου είχαν κιόλας από τη ζήλια τους ζαλιστεί και μια παρέα από άντρες σαν άξεστοι μεθύστακες τη φανταζόντουσαν σχεδόν γυμνή. Ο σερβιτόρος την είχε περίτεχνα ζωγραφίσει σ' έναν τοίχο με χρώμα άλικο, σαν παρμένο από αίμα γουρουνιού. Έπειτα μου 'παν πως ο άμοιρος ξετρελάθηκε απ' το έργο του κι έτσι έφτασε λίγο πιό ύστερα στο φονικό.
Στο τέλος της νύχτας ούτε μια λέξη δεν είχε βγει από το μαβί στόμα της όπως συνήθως γίνεται όταν ξέρεις μόνο στίχους και όμορφα λόγια να λες. Συνέχισα να ψάχνω στο τραπέζι της συνάντησης πειστήρια όπως κάνουν οι άφρονες που ενθύμια κυνηγούν. Πρέπει να ρουφάμε την όμορφη στιγμή για να γεμίζει ο νους μας από ωραίες εικόνες όταν η στιγμή θα 'χει πιά χαθεί.
Η κ.Μ. όπως τη φωνάζουν οι φίλοι της, όλοι κύριοι τού καλού τού κόσμου, καθόταν απέναντί μου ως το πρωί, χλωμή και σιωπηλή, πίσω απ' τα μακριά της κατάμαυρα μαλλιά. Αγέρωχη στην καρέκλα της είχε σφιχτά στερεωθεί με κιθάρας χορδές, τεντωμένες και κοφτερές. Από το λαιμό και τους καρπούς της στο πάτωμα έσταζε κόκκινο υγρό με χρώμα άλικο σαν απ' το αίμα του γουρουνιού.
Έπειτα τρεις γυαλιστερές μαύρες κιθάρες ήρθαν κοντά μας μεσ' το ακριβό ρεστοράν και παίζαν πίσω από την κυρία Μ. μια μελωδία παλιά, της νιότης μου, νοσταλγική. Είχαν οι κιθάρες μόνο από μιά χορδή, τη μι καντίνι, και λίγα λόγια παθιασμένα συνοδεύαν, λόγια ρομάντζου, γλυκά γαλλικά :
C'est une chanson qui nous ressemble / Toi tu m'aimais, moi je t'aimais
Et nous vivions, tous deux ensemble / Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais.
Έριχνε το βλέμμα της τριγύρω, κερνώντας φαντασίες κάθε αρσενικό. Τ' άρωμά της ξεπηδούσε από το πρόστυχο μπούστο της, τρέλαινε τις κιθάρες κι εκείνες ανάβλυζαν τραγούδια που κι εμένα θα κάναν ποιητή. Μα αντί για σκέψεις ποιητή είχα στο σακάτη το νου μου στραγγαλισμού εργαλείο φτιαγμένο από χορδές κιθάρας mi, la, re, sol, si.
Ό,τι είν' όμορφο πες το "κακό" κι ό,τι άσχημο είναι "πρόστυχο" πες το. Τρεις σιτεμένες δίπλα μου είχαν κιόλας από τη ζήλια τους ζαλιστεί και μια παρέα από άντρες σαν άξεστοι μεθύστακες τη φανταζόντουσαν σχεδόν γυμνή. Ο σερβιτόρος την είχε περίτεχνα ζωγραφίσει σ' έναν τοίχο με χρώμα άλικο, σαν παρμένο από αίμα γουρουνιού. Έπειτα μου 'παν πως ο άμοιρος ξετρελάθηκε απ' το έργο του κι έτσι έφτασε λίγο πιό ύστερα στο φονικό.
Στο τέλος της νύχτας ούτε μια λέξη δεν είχε βγει από το μαβί στόμα της όπως συνήθως γίνεται όταν ξέρεις μόνο στίχους και όμορφα λόγια να λες. Συνέχισα να ψάχνω στο τραπέζι της συνάντησης πειστήρια όπως κάνουν οι άφρονες που ενθύμια κυνηγούν. Πρέπει να ρουφάμε την όμορφη στιγμή για να γεμίζει ο νους μας από ωραίες εικόνες όταν η στιγμή θα 'χει πιά χαθεί.
Η κ.Μ. όπως τη φωνάζουν οι φίλοι της, όλοι κύριοι τού καλού τού κόσμου, καθόταν απέναντί μου ως το πρωί, χλωμή και σιωπηλή, πίσω απ' τα μακριά της κατάμαυρα μαλλιά. Αγέρωχη στην καρέκλα της είχε σφιχτά στερεωθεί με κιθάρας χορδές, τεντωμένες και κοφτερές. Από το λαιμό και τους καρπούς της στο πάτωμα έσταζε κόκκινο υγρό με χρώμα άλικο σαν απ' το αίμα του γουρουνιού.
Έπειτα τρεις γυαλιστερές μαύρες κιθάρες ήρθαν κοντά μας μεσ' το ακριβό ρεστοράν και παίζαν πίσω από την κυρία Μ. μια μελωδία παλιά, της νιότης μου, νοσταλγική. Είχαν οι κιθάρες μόνο από μιά χορδή, τη μι καντίνι, και λίγα λόγια παθιασμένα συνοδεύαν, λόγια ρομάντζου, γλυκά γαλλικά :
C'est une chanson qui nous ressemble / Toi tu m'aimais, moi je t'aimais
Et nous vivions, tous deux ensemble / Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais.