04 Δεκεμβρίου, 2011

Πάνω - κάτω το ίδιο



Ξαπλώνοντας προς τα πίσω τον κατέλαβε εκείνο το γνώριμο συναίσθημα πως πεθαίνει, πως από στιγμή σε στιγμή η ζωή του τελειώνει. Κουρασμένος πια από αυτά τα επεισόδια, σκέφτηκε να ζητήσει κάτι από το Θεό. Τι στο καλό, αν δε ζητούσε κι αυτός κάτι από τον Παντοδύναμο, τότε ποιός θα ζητούσε;

Κοίταξε στο ταβάνι και είπε την επιθυμία του "Αν δεν ήρθε η ώρα μου, Θεέ μου, άσε να συνεχιστεί το βασανιστήριο αυτό. Αν, όμως, όντως ήρθε η ώρα μου τότε απάλλαξέ με από αυτή την αγωνία. Αρκετό είναι το ότι πεθαίνω. Δεν χρειάζονται τόσα προεόρτια!"

Ο Θεός άκουσε τον πιστό Του και τον απάλλαξε -μια κι είχε έρθει η ώρα του- από την αγωνία του και επίσης ματαίωσε τον προθανάτιο ρόγχο που είχε προγραμματίσει για τον δούλο Του. Επειδή ήταν και καλός οπαδός του, εβουλήθη ο Κύριος να τού χαρίσει στις τελευταίες στιγμές ένα πολύ ευχάριστο, ηδονικό συναίσθημα. Θα ήταν μια ανταμοιβή για τον καλό δούλο του, σκέφτηκε γενναιόδωρα.

Ο πιστός, όντας ξαπλωμένος, ένιωσε τέτοια ευχαρίστηση να τον πλημμυρίζει που εκστασιάστηκε. Παρασύρθηκε και μέσα στην ευχαρίστηση ξέχασε το θάνατο, ξέχασε και τη συμφωνία που είχε κάνει. Αχάριστα λοιπόν, ξεψυχώντας, διαμαρτυρήθηκε στον Κύριο:

Μα, Κύριε, εμένα διάλεξες να βασανίσεις έτσι; Να μου χαρίσεις τόση ομορφιά στις αισθήσεις ενώ μου αφαιρείς τη ζωή; Χίλιες φορές καλύτερα θα ήταν μέσα στην αγωνία να πέθαινα, μέσα στους πόνους.

Από τότε ο Θεός, απογοητευμένος από την ασυνεννοησία, δημιούργησε μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Αυτούς που από τη στιγμή που γνωρίζουν τον κόσμο καταλήγουν στο ότι "το καλύτερο είναι ποτέ να μην γεννιέσαι" γιατί όλοι οι θάνατοι είναι ίδιοι πάνω-κάτω.