21 Οκτωβρίου, 2014

Ο Γέρων



Ο Γέρων
αυτός ο φαντασμένος δίχως ταίρι
θέλει από τα πριν να ξέρει
όταν πεθάνει, πού θα καταλήξει
Θα το θάψουν το κουφάρι
δίπλα σε κάποιο παλικάρι;
Δε θέλει χούφταλο δίπλα του ο Γέρων
θέλει νιάτο να' χει κοντά του
να το ροκανίζει σαν το σκουλήκι
και να το θωπεύει άθελά του
Όταν πεθάνει ο Γέρων
θέλει να ξέρει πώς θα καταλήξει
Θα βλέπει τάχα προς την Ανατολή
ή θα κοιτάζει προς τη Δύση;
Αν πλησίον του κείται συγγενής
θα είναι τάχα συμπαθής
ή κάποιος μίζερος και κατηφής
κακάσχημος ή προπετής
που τα χνώτα των δεν θα ταιριάζουν;
Όλα τούτα σκέφτεται ο Γέρων
κι έτσι περνούν οι τελευταίες του μέρες
Εν τω μεταξύ
τα κοντινά κοιμητήρια γεμίζουν
με άσχημους, κατηφείς και προπετείς
"Τί όχλος! Τι συρφετός!", αναφωνεί ο Γέρων
και αναβάλλει την ταφή του.