03 Νοεμβρίου, 2011

Ποιος Τανκρέντι;



Την πρώτη σουρεαλιστική μου μέρα, κάτω από της όπερας το μεθύσι, είχα δει την Αμενα'ί'δα και τον Τανκρέντι να κάθονται στης Σικελίας ένα παγκάκι και τα χέρια τους να κινούνται νευρικά περί τα περίνεά των. 

Το έτος 1005 το Βυζάντιο πάλευε να κατακτήσει το νησί ενώ εκείνο αντιστεκόταν σθεναρά, αν και ο αδελφός τον αδελφό αλύπητα χτυπούσε. Όφειλε ο ευγενής Τανκρέντι να πολεμήσει τον πολιορκητή αντί αρειμανίως να κάθεται να ερωτοτροπεί με των εχθρών την κόρη, σκεφτόμουνα εγώ. 

Με το πέρασμα τών διαβατών σηκώθηκε σκόνη τόση πολλή που πάνω στο ζευγάρι κατακάθισε και τα πρόσωπά τους δεν φαίνονταν πια καθαρά. Πέτρινα αγάλματα, σκεπασμένα από τέφρα, μοιάζανε οι ληξιπρόθεσμοι εραστές... και το πολεμόχαρο πλήθος, τότε, ανέβηκε οπλισμένο στο παγκάκι. 

Σύντομα ο πόλεμος εξελίχτηκε σε μάχη "σώμα με σώμα", ακόμα κι απάνω στο μέρος που κάθονταν πετρωμένοι οι εραστές. Ώσπου, στο τέλος, με μια κλωτσιά πάρτους κάτω και τους δυο. Ο όχλος, ο λαός ρωτούσε με απορία καθώς τους καταπατούσε:

-Πώς, τόσους μήνες, πήγαινε χαμένο τέτοιο πεδίο μάχης, το οποίον επιτρέπει παντός είδους μανούβρες και επιθέσεις; Τουτέστιν το πεδίο τού έρωτος...

-Κάποιο ζευγάρι το είχε καταλάβει, παρ' όλα αυτά όλη μέρα ο ένας πασπάτευε τον άλλον. Ο Τανκρέντι ήταν, μου φαίνεται, με τών Βυζαντίνων κάποια κόρη.

-Δεν τους αναγνωρίζω...Μα δεν είσαι καλά, μωρέ. Δεν ήταν ο Τανκρέντι αυτός. Ένας κοινός ερωτευμένος ήταν που αγάπησε κόρη κατακτητών. Αργεί ακόμη να φανεί ο αληθινός Τανκρέντι. Του μουσουργού -και τού λιμπρέτου του- μια ανοησία ήταν!