27 Νοεμβρίου, 2009

Ανάμεσα Σάββατο και Κυριακή

Περίπατο με πήγες σε δρόμο που ήταν ίδιος με Σαββατοκύριακου διχοτόμο, ενώ εξαϋλωνόμασταν με έναν αργό ρυθμό. Γύρω μας τόσος κόσμος άγριος,άσχημος και ξένος.

Σε νουθετώ να πάρεις σοβαρα αυτούς που συναντάμε: "Μην τούς αγγίζεις, μην τούς χαμογελάς. Κρατήσου μακριά. Δε βλέπεις ότι είναι ..." Με διακόπτεις: "Βλέπεις, δεν είναι κομψό να μην ανταποδώσεις ένα χαιρετισμό, ένα νεύμα, ένα πείραγμα απλό".
Στο τέλος με πείθεις πως είναι όλα τού μυαλού μου.

"Ώστε έτσι...καθώς φαίνεται συνηθισμένη είναι η νύχτα και αθώο αυτό το τοπίο. Εγώ απλά ένας καχύποπτος φοβιτσιάρης πρέπει να 'μαι αφού πολύ δειλά διαβαίνω τις πόρτες που, μια-μια, εσύ διάπλατα μού ανοίγεις ".

Η ανάλαφρη ξενοιασιά σου μάς πάει να εξερευνήσουμε μέρη στα οποία αμφίβολο φαίνεται αν επισκέπτες είμαστε ή ίσα κι όμοια  με τούς άλλους ...Τούς άλλους που εκεί περιπλανιούνται να βρουν τα ονόματά τους. Η ομοιότητά τους με εμάς μού φέρνει πάλι  φόβο. Αυτοί ψάχνουν να ανοίξουν βαριές μεγάλες πόρτες, σπρώχνονται σε μικρά κάτασπρα δωμάτια, στα κάγκελα αγωνιούν να μείνουν γαντζωμένοι. Με βλέμματα απόκοσμα παλεύουν με τα αγρίμια.

"Μοιάζουν καθρέφτισμά μου ", φωνάζω ταραγμένος. " Τις νύχτες τα ίδια βλέπω, αγρίμια στούς έρημους δρόμους να κυνηγούν ανθρώπους και τους πιο άμοιρους από αυτούς, τους βλέπω να ματώνουν, χτυπώντας πόρτες σιδερένιες. Τις είδα, δεν ανοίγουνε ποτέ!  Τ' άσπρα δωμάτια τ' άκουσα να έχουν ομιλίες".

Ιδρώνω και το χέρι σου ψάχνω, να δω αν είσαι εκεί. Να δω αν είσαι εσύ μα να πού πιά εσύ δεν είσαι. Το χέρι μου το πιάνει - δίδυμος τού εαυτού μου - ο φόβος  ενώ φωνάζω "Πάμε". Δεν προλαβαίνω να τελειώσω και δυνατή, σ' απόγνωση, ακούγεται φωνή:

"Εδώ δεν έχει πού να πάμε. Είμαστε πολλοί μα εδώ υπάρχουμε σαν ένας. Αλλόκοτο συγκύτιο είμαστε. Σαν μήτρα με κυήματα που μισούν το ένα τ' άλλο. Κι από τον τοκετό μετά, η ίδια μοίρα μας περιμένει.
Εχουμε όλοι αποδράσει μέσα στούς εαυτούς μας μα κι έξω από αυτούς. Τόσες πολλές, αμέτρητες φορές!
Κουράζεται κανείς εδώ πιο πολύ στη μάταιη απόδραση παρά στη μαύρη κόλαση που ζει.  Δεν έχει μέρος που να πας, κάπου για να διαφύγεις...
Κι υπάρχει πάντα κάποιος δρόμος, ανάμεσα Σάββατο και Κυριακή, εδώ για να σε φέρνει".