Έκλεισε, λόγω χρεών λέει, το μαγαζί κι ήταν για όλους όσους δεν είχαν πατήσει εκεί ποτέ, τόσο απλό... Ποιός χρειαζόταν ένα τέτοιο μέρος; "Μα άντε τώρα, κάνε μας τη χάρη... με τις παρέες τών ανθρώπων που μαζεύονταν εκεί μέσα χωρίς σκοπό, χωρίς να μπορούν να πουν πως πάνε κάπου για ένα συγκεκριμένο λόγο εκτός από τη σηνήθεια...".
Εκεί μαζεύονταν ρεμάλια κι ακαμάτες που δεν τους ένοιαζε τίποτα χωρίς όμως αυτό να τους εξασφαλίζει και την ξενοιασιά. Για κάποιους ήταν μόνο ένα μέρος όπου μπορούσαν να συναντήσουν τον Ζώρζο, έναν τύπο που άλλοι θεωρούσαν γραφικό κι άλλοι σοφό συμβουλάτορα για κάθε λογής ζήτημα. Μα ποιός διάολος ήταν αυτός ο Ζώρζος;
Ο Ζώρζος ήταν ο ηλικιωμένος θαμώνας που έβαζε με το κιλό την Πίνο Σιλβέστρε κι όταν έμπαινε, αν δεν τον είχες δει, καταλάβαινες πως ήταν εκεί από τη μυρωδιά του και μόνο. Μια μυρωδιά που αλλοιωνόταν όταν είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή, πριν εμφανιστεί στο μπαρ κατά τις οχτώ για να πιεί δυο-τρεις μπίρες και να φύγει κατά τα μεσάνυχτα. Κάπνιζε μερικά τσιγάρα έχοντας το συνήθειο να τα βγάζει από το πακέτο που δεν έβγαζε ποτέ από την τσέπη του κι έτσι κανείς ποτέ δεν ήξερε τη μάρκα του. Υπήρχαν άλλοι που έλεγαν πως τα είχε χύμα στην τσέπη του όλα τα τσιγάρα.
Ο Ζώρζος, που πολλοί τον θεωρούσαν "καλλιτέχνη" εξ αιτίας τών διδακτικών ιστοριών που διηγιόταν ήταν κατά βάθος ένα τυπικό παράδειγμα ζωής "λίγο απ' όλα". Λίγο μποέμ, λίγο καθώς πρέπει, λίγο καλλιεργημένος, ήξερε να μεταμφιέζει την κακοκεφιά του σε στάση ζωής ακόμα και σε ιδεολόγημα. Εκδραμάτιση και υπερβολή, απόσταση από τους άλλους ανθρώπους τέτοια ώστε να τον κάνει να αυτοαποκαλείται "Συναισθηματικά αυτοεξόριστος" ήταν κάτι που, γνωρίζοντάς τον, ένιωθες πως ορίζει τις πράξεις του. Από την πιό ασήμαντη έως την πιό σημαντική.
Οποιοσδήποτε, με τέτοια χαρακτηριστικά, είναι φανερό πως θα σχοινοβατούσε ανάμεσα στο χαρισματικό και στο γελοίο. Εκείνος όμως διέθετε εκείνο το ιστορικό τής δυστυχίας που παρέπεμπε σε αριστοκρατικές φυσιογνωμίες τών βιβλίων τού 18ου αιώνα. Λέγαν πως είχε ζήσει γεγονότα τρομακτικά κι αυτό μόνο τον έκανε να "βλέπει τα πράγματα αλλιώς". Ίσως αυτό να συντελούσε στο σεβασμό και την αποδοχή που απολάμβανε εκεί μέσα. Με τον καιρό εκείνο το μπαρ είχε γίνει όλη του η ζωή.
Από τότε που μαθεύτηκε πως το μπαρ θα έκλεινε, ο Ζώρζος έγινε άλλος άνθρωπος. Άλλαξε ο χαρακτήρας του, δεν τον βαστούσαν πιά τα πόδια του, έπεσε στο κρεββάτι και δεν σηκωνόταν πια. Μετά από λίγες μέρες ανέβασε πυρετό κι είχε μεγάλη εξάντληση, αδικαιολόγητα κατά τους γιατρούς όπως ακριβώς συνέβαινε στα μυθιστορήματα εκείνα τού 18ου αιώνα με τις κορασίδες που μαράζωναν κι έλιωναν ανεξήγητα μέσα τα κρεββάτια τους. Για τον Ζώρζο βέβαια, όλοι οι άνθρωποί του, ξέρανε καλά γιατί συμβαίναν όλα αυτά. Έτσι, τούς φάνηκε καλή η ιδέα, πριν ο άνθρωπος αφήσει τον μάταιο αυτό κόσμο, να τού ψιθυρίσουνε στο αυτί πως τάχα τα χρέη τού μπαρ ρυθμίστηκαν και τις επόμενες μέρες επρόκειτο να λειτουργήσει πάλι.
Έτσι για πρώτη φορά, στο παρά 5" τής ζωής του, ο Ζώρζος ένιωσε την ανάγκη με τα αδύναμα μπράτσα του, να αγκαλιάσει τους τέσσερις πιό αγαπητούς του θαμώνες τού μπαρ με το ανακουφισμένο του πια χαμόγελο.