Ο Γέρων...ο Γέρων, αυτός ο φαντασμένος δίχως ταίρι, θέλει από τα πριν να ξέρει: όταν πεθάνει, πού θα καταλήξει; Θα το θάψουν το κουφάρι του δίπλα σε κάποιο παλικάρι; Δε θέλει χούφταλο δίπλα του ο Γέρων...θέλει νιάτο να' χει κοντά του να το ροκανίζει σαν το σκουλήκι ή ένα κορίτσι να το θωπεύει άθελά του με δήθεν νεκροφάνειας σπασμωδικές κινήσεις.
Όταν πεθάνει ο Γέρων θέλει να ξέρει πώς θα καταλήξει. Θα βλέπει τάχα προς την Ανατολή ή θα κοιτάζει προς τη Δύση; Τι σόι πυξίδα θα γίνει αυτό το λειψανο; Πλησίον του θα κείται συγγενής; θα είναι άραγε κάποιος συμπαθής ή κάποιος μίζερος και κατηφής, κακάσχημος ή προπετής, φτωχομπινές-μπας κλάς, που τα χνώτα των δεν θα ταιριάζουν;
Όλα τούτα σκέφτεται ο Γέρων κι έτσι περνούν οι τελευταίες του μέρες μες την ανησυχία και την ανασφάλεια. Εν τω μεταξύ της πολιτείας τα κοιμητήρια γεμίζουν με άσχημους, κατηφείς και προπετείς όμοιους με αυτόν γερόντους, απρόθυμους να συγκατοικίσουν με κανέναν.
"Τί όχλος! Τι συρφετός!", αναφωνεί ο Γέρων...και αναβάλλει τον δικό του θάνατο. Γυρίζει την πλάτη του στο παράθυρο. Έπειτα ξεστομίζει μια βρισιά. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως, συν τοις άλλοις, θα είχε χιονίσει πάνω στο κοιμητήριο.