Θυμάμαι τα παλιά τα χρόνια -"πού είσαι ρε Παπαδόπουλε;)" - όταν αρχίζαν οι καλοκαιρινές ζέστες, οι νοικοκυρές βρέχανε με τις λεκάνες τα πατώματα τών αυλών και τα πεζοδρόμια...Το νερό εξατμιζόταν κι έτσι δρόσιζαν τα ζεστά βράδια που περνούσαν με το Μπιζζζ (αυτό το παιχνίδι με τις "ανώνυμες" σφαλιάρες) για μάς τα μωρά και το κουτσομπολιό για τις νοικοκυρές που κάθονταν με τις φούστες σηκωμένες και τα πόδια ανοιχτά. Μιλάγαν, μιλάγαν όλο για σκαμπρόζικα θέματα κι άναβαν μόνες τους. Κάναν αέρα με τις βεντάλιες...λίγο στα πρόσωπά τους και λίγο στα απόκρυφά τους.
Όλες ήταν όμορφες...η πιο άσχημη έμοιαζε με την Μαλίτσια, την Λάουρα Αντονέλλι, δηλαδή -για όποιον τη θυμάται. Τον λόγο έπαιρνε συνήθως η μοδίστρα η οποία ισχυριζόταν (μάλλον με το δίκιο της) πως εκείνη ήξερε τα περισσότερα ερωτικά μυστικά τής γειτονιάς για τον απλούστατο λόγο ότι οι πελάτισσές της τής τα εμπιστεύονταν. Η δουλειά τού ράφτη (ή τής μοδίστρας) έχει την ιδιομορφία τού αγγίγματος όλων τών σημείων τού σώματος τού πελάτη από τα χέρια τού επαγγελματία/καλλιτέχνη. Έπεφταν έτσι οι ντροπές και -σαν ψυχανάλυση αλλά όχι τόσο ξενέρωτη- άρχιζαν οι εξομολογήσεις.
Από ένα στενό πουκαμισάκι ως τον καβάλλο ενός παντελονιού, η μεζούρα έπρεπε να απλωθεί για να μετρήσει το μήκος τού μανικιού, την περίμετρο γύρω από το στήθος, την απόσταση από το γόνατο ως τη φούστα. Έτσι, η μοδίστρα πολλές φορές (ειδικά για τους καβάλλους) χρειαζόταν να ξέρει, κι επομένως να ρωτήσει πρώτα, πού βάζει ο κάθε άντρας τ' αχαμνά του: δεξιά ή αριστερά; Κι όχι μόνο αυτό αλλά επίσης πόσο, στο περίπου, πιάνουν χωροταξικά. Κι ύστερα, τα βράδια, ελλείψει άλλων θεμάτων συζητιόνταν κάτι τέτοια: ποιος, πόσο και "δεξιά ή αριστερά".