Ύστερα από το πέρασμα των δύσκολων καιρών, στον τόπο μου είχαμε αρχίσει πάλι να γεννάμε,
με έναν φρενήρη, ανεξέλεγκτο ρυθμό όπως πολλά πολλά χρόνια πριν, θυμάμαι:
Γέννες, γέννες, γέννες
Άλλες στα κρεββάτια γεννούσαν, στους αγρούς οι πιο δουλευταρούδες. Πάμπολλα, αμέτρητα τα κυήματα... όπου το πόδι σου ακουμπούσες, πατούσες και από ένα. Καμιά φορά, οι τραχιές οι μπότες μας συνέθλιβαν τα γεννήματα που, λόγω ελλείψεως χώρου, συμπίεζαν το ένα τ' άλλο μέχρι που να ματώνουν.
Μα δεν έκλαιγαν...τι περίεργο!
"Σκληρή γενιά, πολεμιστές σκληροί φαίνονται" έλεγαν πολλοί, κυρίως αυτοί που βιάζονταν να έρθουν πάλι αντιμέτωποι με τον εχθρό που τελευταίως μάς είχε κατατροπώσει.
"Ας δούμε τι πολεμισταράδες θα βγάλει αυτή η γενιά...Τι μπόι, τι οξυδέρκεια και τι δύναμη θα δώσουν στον υπέργηρο στρατό μας, που μαραίνεται. Πόσον καχεκτικός μου φαίνεται τώρα εκείνος!"
Μεγάλωναν οι άνθρωποι τής νέας σποράς. Και γίνονταν δυνατοί μα λυπημένοι, απαθείς. Οξυδερκείς μα το μυαλό τους παράλογα δούλευε. Τίποτε δεν τους φόβιζε μα ...δεν ήθελαν με την επιμονή τους να ενοχλούν.
Καμένες από τον ήλιο πλάτες, μαλλιά ανακατεμένα, γυμνά πόδια, ύφος ανήσυχο και χαμένο. Για μερικά χρόνια μάς ξεγέλασαν με το ακατάπαυστο σημειωτόν τους. Ένα πρωί ξυπνήσαμε και τους είδαμε - είχαν απομακρυνθεί ήδη αρκετά από τα μετερίζια που είχαμε ετοιμάσει εμείς οι γηραιότεροι, εμείς που ακόμα υποφέραμε από την ντροπή τής τελευταίας εκείνης μακρινής ήττας.