15 Ιανουαρίου, 2022

Ο Νικηφόρος


Θυμάμαι πως η ιστορία αυτή άρχισε ένα βράδυ τού Φεβρουαρίου του 1992, στις 7 τού μήνα. Το θυμάμαι γιατί την ημέρα εκείνη είχε υπογραφεί η συνθήκη τού Μάαστριχτ. Έτσι η τηλεόραση είχε πολλά να δείξει. Λόγω τής κακοκαιρίας όμως είχα προβλήματα με την κεραία μου και αφού έβαλα πάνω μου ένα χοντρό παλτό ανέβηκα στην ταράτσα, από τις σκάλες... μήπως και είχαμε διακοπή ρεύματος. 

Μετά από 6 ορόφους έφτασα λαχανιασμένος στην μισοχιονισμένη ταράτσα. Έψαξα και βρήκα την κεραία μου και αφού τακτοποίησα στην λεπτομέρεια τα πράγματα στράφηκα προς τις σκάλες όταν σε μια γωνία της ταράτσας είδα έναν άντρα ή μάλλον το περίγραμμα ενός άντρα, ο οποίος στεκόταν ακίνητος. Είπα ένα γρήγορο "καλησπέρα" χωρίς να περιμένω απάντηση και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου, στην πολυθρόνα μου μπροστά στην τηλεόραση. Εκείνο το βράδυ η κακοκαιρία με εκνεύρισε πάρα πολλές φορές αλλά δεν άντεξα να ανέβω στην ταράτσα πάλι. ¨Εστειλα στο διάολο πάντως και την ειδησεογραφία και όλα τα περί τού νέου νομίσματος που θα ερχόταν στις τσέπες μας στο μέλλον.

Πέρασαν μερικά άλλα βράδια και απογεύματα από τότε και χρειάστηκε να ανέβω πολλές φορές να διορθώσω τη θέση τής κεραίας. Περίπου ένα στα τρία απογεύματα η εικόνα στην τηλεόραση ήταν απαράδεκτη και ένιωθα ότι έχανα σημαντικές αναλύσεις για το σύμφωνο που είχε υπογραφεί στην Ολλανδία.

Την δεύτερη φορά που συνάντησα τον κύριο στην ταράτσα, ρώτησα αν μπορώ να τον βοηθήσω σε κάτι, πιστεύοντας ότι είναι κάποιος που μένει σε ένα πλυσταριό ή ακόμη και κάποιος άστεγος που μπαίνει στην πολυκατοικία όταν βραδυάζει. Μού έλυσε τις απορίες λέγοντας πως είναι ένας κανονικότατος ένοικος, μένει στον 6ο όροφο, πρόσφατα  δε είχε χάσει την γυναίκα του και οι σκοτεινές ώρες τού ήταν λιγότερο αφόρητες όταν τις περνούσε στην ταράτσα.

-Πόσο πρόσφατα χάσατε την σύζυγο; 

-Εδώ και πέντε χρόνια...

-Α! Πώς λέγεστε;

-Νικηφόρος.


Τα απογεύματα δεν τον "πετύχαινα" εκεί. Κυρίως τα βράδια τον έβλεπα, λες και κάποιος τον είχε τοποθετήσει εκεί. Πιστεύω πως και εκείνος άρχιζε να έχει την περιέργεια να μάθει για το άτομό μου και ίσως αυτό να τον έβγαζε για λίγες στιγμές από το πένθος του. Όταν κάποιος έχει την ηλικία τού Νικηφόρου, πάνω από 80, στοιχηματίζω δεν θέλει να τελειώσει ένα πένθος...δεν έχει τι να κάνει τα λίγα υπόλοιπα χρόνια του, προτιμά να κλείνεται σ' αυτό το καβούκι τής καταχνιάς και της ερημιάς, ξεχνώντας καθημερινά προβλήματα, αγαπημένα τραγούδια, ηθοποιούς. Μόνο περιμένει...

Ο Νικηφόρος ένα από τα βράδια εκείνα φαινόταν πολύ λυπημένος. Πάντα με το πρόσωπο στραμμένο προς τον τοίχο τής ταράτσας, με το γιακά τού παλτού του σηκωμένο έτσι ώστε να μην βλέπω το πρόσωπό του παρά μόνο την κάφτρα τού τσιγάρου του, άκουγα που ρουφούσε τη μύτη του. Φυσούσε πολύ ο αέρας και ίσα που τον άκουγα να λέει:

- Είσαι καλός εσύ και να δεις που θα πας καλά στη ζωή σου. Εγώ έχω διαίσθηση, δεν πέφτω έξω εγώ. Έχεις προβλήματα τώρα μα θα δεις πως όλα θα περάσουν κάποτε...πολύ σύντομα.

- Νικηφόρε, δεν έχω σημαντικά προβλήματα ενώ εσύ, όπως σε βλέπω συρρικνωμένο, σκυφτό, με τα μάγουλα βαθουλωμένα μού δίνεις την εντύπωση ότι εδώ έρχεσαι για να περιμένεις τη στιγμή που από το μυαλό σου θα περάσει η απόφαση να πηδήξεις στο κενό.

- Το έχω πάρει απόφαση πως μάλλον δεν θα περάσει ποτέ αυτή η επιθυμία σε τέτοιο βαθμό ακατανίκητη. Θα περνάει όπως έχει περάσει χιλιάδες φορές από τότε που πέθανε η γυναίκα μου, κάπως χλιαρά δηλαδή. Δεν έχω χάσει πάντως κι ολότελα τις ελπίδες μου πως ίσως, κάποτε έρθει τόσο ισχυρή η θέληση αλλά αυτό θα γίνει μονάχα μία φορά. Και κείνη τη φορά πρέπει να είμαι εδώ.

Είχε γυρίσει προς το μέρος μου αλλά εγώ είχα γυρίσει το βλέμμα μου αλλού. Ο δυνατός παγωμένος αέρας λες κι έφερνε τα λόγια του μέσα στο αυτί μου και δεν ακουγόταν άλλο τίποτα παρά μόνον αυτά. Ούτε βουητό ούτε θόρυβοι από σκουπίδια που παρασέρνει συνήθως ένας δυνατός αέρας. Ζέστανε όλο μου το σώμα αυτή η εξήγηση που έδωσε όσον αφορά την παρουσία του κάθε βράδυ στην ταράτσα. Μού έδωσε κουράγιο αυτή η κοφτή εξομολόγηση γιατί επιτέλους φωτίστηκα όσον αφορά τον ρόλο μου σε μια υπόθεση στην οποία αναμίχθηκα άθελά μου το βράδυ της 7/2/1992. Ο ρόλος μου λοιπόν ήταν σχεδόν θεόσταλτος αφού κατάλαβα πως θα έπρεπε να είμαι εγώ ο φύλαξ άγγελος τού Νικηφόρου που όλοι είχαν εγκαταλείψει και που όμως πιο πολύ τον πονούσε η απώλεια τής γριάς του. 

Ένα από τα βράδια που βρισκόμουν δίπλα του, σαν φύλαξ άγγελος που ήμουν, τον ρώτησα εάν είχε επιθυμίες, αν είχε κάποια νοσταλγία για κάτι, κάτι τέλος πάντων εκτός από την προσμονή τής στιγμής που θα έβρισκε εκείνο το περίφημο θάρρος να πέσει από την ταράτσα.

- Κάποιες στιγμές νιώθω μια μεγάλη επιθυμία να ήμουν πολύ νεότερος, να είχα μιαν αγαπημένη που θα μου γκρίνιαζε από βιασύνη να παντρευτούμε, που θα ζήλευε μήπως τα μπλέξω με άλλην, που θα φοβόμουν μην τυχόν και την γκαστρώσω... Στα χάλια που είμαι καμμιά φορά τα σκέφτομαι έντονα αυτά...πρέπει, φαίνεται, αυτό να μένει μέσα στο σώψυχο τού άντρα. Λες;

-Πολύ πιθανόν αλλά ας μην συζητάμε συνέχεια αυτά τα θέματα. Βλέπεις, πόσες αλλαγές συντελούνται.

Γύρω απο αυτά περιστράφηκαν οι διάλογοί μας έκτοτε. Ήταν πιο κακόκεφος ένα βράδυ και μίλησε πολύ λίγο. Ίσα για να μού πεί πως την επομένη θα ερχόταν να τον δει ο Γιώργος, ο γιός του και ίσως τον έπαιρνε να μείνει μαζί του. Οπότε θα αργούσαμε να τα ξαναπούμε.

Όντως τα επόμενα δύο βράδια δεν τον βρήκα στην ταράτσα. Είχε μπει ο Μάρτιος και κατέβηκα βιαστικά τις σκάλες. Το δεύτερο βράδυ σταμάτησα στον 6ο και χτύπησα την πόρτα τής γειτόνισσας τού Νικηφόρου να την ρωτήσω αν τελικά είχε αντιληφθεί κάτι γύρω από τον ερχομό τού Γιώργου και την απόφαση τού Νικηφόρου να πάει μαζί του.

- Δεν ήρθε κανείς. Ο κ. Νικηφόρος πήρε μερικά πράγματα από το διαμέρισμα με δυο μεταφορείς και έφυγε συγκινημένος, όπως είδα από το ματάκι τής πόρτας μου...παλιά συνήθεια τών γέρων!

- Α, ναι...το κάνει και η μάνα μου που είναι 65 χρονών. Δεν το κάνουν μόνο οι γέροι...οι ηλικιωμένοι, θέλω να πω.

Είχε φύγει λοιπόν ο κωλόγερος, χωρίς ένα γειά, αυτός και τα ψέματά του. Λες και θα τού έκανε κανείς έλεγχο! 

Είχα ξεχάσει αυτήν την νοσηρή συναναστροφή, είχαν περάσει μερικοί μήνες όταν έλαβα ένα γράμμα του. Το διάβασα με προσποιητή αδιαφορία:

"Φίλε μου, κατ' αρχάς συγγνώμη που άργησα να σού γράψω. Σκέφτηκα πολύ πριν το αποφασίσω να φύγω από το παλιό μου διαμέρισμα. Ο σκοπός μου παραμένει αυτός που ξέρεις και καταλαβαίνεις πως μένοντας εκεί, με την παρουσία σου δεν θα τα κατάφερνα ποτέ. Τώρα είμαι αλλού, έξω είναι πολύ πιο εύκολο για ένα γέρο να πεθάνει...τόσα αυτοκίνητα, κρύο, αρρώστιες, μοναξιά. Πιστεύω να συντομεύσω το χρόνο που μου μένει. Εκτός δηλάδή κι αν βρεθεί πάλι κανένας "φύλακας άγγελος" σαν εσένα...Δεν μπορώ να αρνηθώ πάντως πως η παρέα σου, κάποα στιγμή, για λίγο, πολύ λίγο με έκανε να σκεφτώ πως δεν θα ήταν και τόσο αφόρητη η ζωή για λίγους μήνες ακόμα. Άντε, για ένα χρόνο. "