Ο πρώτος που είδε τον παράξενο οδοιπόρο να μπαίνει στο μικρό χωριό ήταν ο Μάριος. Η όψη τού ξένου ήταν τρομακτική κι αστεία μαζί. Ηλιοκαμένο πρόσωπο, σκούρο καφέ πανωφόρι κουμπωμένο ως το λαιμό, μια καρό βαλίτσα κι αθλητικά παπούτσια. "Με τέτοια παπούτσια αθλητής θα είναι" σκέφτηκε το παιδί.
Ρώτησε τον μικρό πού μπορεί να βρει ένα μέρος για να μείνει κι εκείνος συνεσταλμένα τού έδειξε το μικρό πανδοχείο τού χωριού, διακόσια μέτρα παρακάτω. Ο ιδιοκτήτης τών τριών δωματίων, που λειτουργούσαν ως πανδοχείο τους ζεστούς μήνες, τον υποδέχτηκε κάνοντάς του καμιά δεκαριά ερωτήσεις για να βεβαιωθεί ότι ο "λέτσος" αυτός είχε χρήματα πάνω του για να πληρώσει την διαμονή του.
Την επομένη το πρωί, ο ξένος προκάλεσε το γέλιο όσων τον είδαν με την περιβολή του που θα την χαρακτήριζε κανείς αθλητική κατά κάποιο τρόπο: τα αθλητικά παπούτσια, το κοντοβράκι και η βρόμικη άσπρη φανέλα με τις λέξεις "ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ" γραμμένες πάνω της ήταν ένα κωμικό σύνολο αλλά σίγουρα παρέπεμπε στον αθλητισμό.
Ξεκίνησε βαδίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας ώσπου πιό κάτω σταμάτησε και ξάπλωσε πρηνής. Με κόπο ανέπνεε και άκουγε τις ερωτήσεις που τού κάναν οι χωρικοί, ενώ ο ξενοδόχος τον κυνήγησε φωνάζοντάς του να μην κυκλοφορεί -ως πελάτης του που ήταν- μισόγυμνος ανάμεσα στα κοριτσόπουλα.
"Από που μας ήρθες εσύ, ξένε και πώς βρέθηκες εδώ;"
"Ξένε, μήπως είσαι απ' αυτούς τους ...κακτιβιστές κι ήρθες εδώ να μάς κάμεις άνω-κάτω, να μάς ταράξεις την ησυχία;"
"Μπας κι έχουμε επέτειο κάποιας προδοσίας κι ήρθες να μάς τη θυμίσεις, να μάς κάνεις ν' αρχίσουμε όλοι να σκοτωνόμαστε από την αρχή;"
"Ή μήπως κανένα διαφημιστικό γυρίζουν στο χωριό μας, απ' αυτά που δείχνουνε χωριάτες, βλάχους ντιπ για ντιπ, που' ναι καθυστερημένοι;"
"Ή, έτσι βρόμικος που είσαι, θα πας με το σαπούνι σου να κάνεις μπάνιο στο ποτάμι;"
Μείνετε ήσυχοι, είπε αυτός. Δεν ήρθα τίποτα να δείξω το καινούργιο παρά να σας θυμίσω αυτούς, τους παρά λίγο νικητές, αυτούς που η δύναμή τους δεν τούς βάστηξε όρθιους ως το τέλος: Το μεγάλο εκείνο δρομέα που πριν 2500 χρόνια δεν πρόφτασε να χαρεί και να φωνάξει δυνατά το "Νικήσαμε" ή εκείνον το Μαραθωνοδρόμο τού 1908 που στον αγώνα έπεσε λιπόθυμος από την προσπάθεια, όταν τον άφησαν οι δυνάμεις του, λίγους πόντους πριν το νήμα. Κλάψανε τότε οι Βασιλείς, μέχρι που να τον συνεφέρουν πήγαν κι ας κέρδισαν στο τέλος οι άλλοι. Με λίγα λόγια είμαι αυτός που αν κι όλη του τη δυναμη βάζει και οι δάφνες τού αξίζουν, δεν βγαίνει ποτέ του νικητής.
Αυτόν τον περίεργο τον άνθρωπο που όλοι τον θυμούνται σαν "παρά λίγο" ή άλλοι τελείως τον ξεχνούν κι ακολουθούν μόνο τούς δαφνοστεφανομένους, αυτόν ήρθα να θυμίσω. Αυτόν που πιό κοντά σας είναι κι ίσως μέσα σας, κρυφά, αυτόν πιό πολύ αγαπάτε. Συνέχεια στο τρέξιμο και τίποτα ανταμοιβή, όπως οι πιό πολλοί από σας...Γιατί, φίλοι μου, η γρηγοράδα, η δρασκελιά, το άλμα εύκολα μετριούνται. Είναι η θέληση, ο ενθουσιασμός, η δίψα για τη νίκη, πράγματα που δε φανερώνονται σε καμία μέτρηση. Πουθενά...παρά μόνο στο κλάμα τού αγωνιζόμενου που σφαδάζοντας σηκώνεται, καταγής αφήνοντας όλα τα όνειρά του.
Ο ήλιος έμοιαζε να μη βρίσκει πιά ενδιαφέρον σ' όλα αυτά κι έδυσε. Ο ξένος σηκώθηκε από χάμω κι αφού μάζεψε τα πράγματά του από το πανδοχείο, πλήρωσε κι έφυγε με την φτωχική περιβολή του.
Στα σύνορα τού χωριού βρήκε πάλι τον Μάριο και τον ρώτησε: "Μέχρι το επόμενο χωριό, πόσοι Μαραθώνιοι είναι;".