Άβατον
Όταν βλέπω κουβέρτες
κατάχαμα στρωμένες από εραστές
που ζουν χωρίς τον κόσμο
πόσο ανήμπορος νιώθω!
Φοβάμαι που' ναι έτσι απόμακροι
και για τον έναν από αυτούς
υπάρχει μόνο ο άλλος
Για πολύ καιρό εδίσταζα να περάσω
απ' την ξώπορτα τών εραστών
που ζουν χωρίς τον κόσμο
Τρέμαν τα πόδια μου
όταν ανέβαινα δειλά δειλά τη σκάλα
που με πήγαινε στο έρημό τους σπίτι
Έπειτα φεύγοντας σαν αποδιωγμένος
τη βαριά τους πόρτα πίσω μου άφηνα
Ένα Αντίο εναπόθετα
και ένα δάκρυ
μπροστά στο γυάλινο άβατόν τους