13 Οκτωβρίου, 2009

Ανταρσίες των λέξεων

Οι παράγραφοί μου πέφτουν θύματα ανταρσίας
από τις ίδιες τους τις προτάσεις.
Οι προτάσεις μου πέφτουν θύματα ανταρσίας
από τις ίδιες τους τις λέξεις
Οι λέξεις μου πέφτουν θύματα ανταρσίας
από τα ίδια τους τα γράμματα.
Στο τέλος τα γράμματα
από ιδιοτελείς λόγους κινούμενα
σχηματίζουν δικές τους λέξεις
φράσεις και προτάσεις.
Τώρα νέες κουβέντες παράξενες, αυστηρές
έρχονται για να με κρινουν.
Γίνονται εκείνες οι πρώτοι μου κριτές.
Εγώ ήδη μίλησα
Eίναι η σειρά τους
Κι εγώ είμαι ο στόχος τους.

Raramente



Quando mi capitava di ricordarti
Piccolo Alessandro, piccolissimo
Mi chiedevo sempre dove trovarti
E ti ho cercato, sempre in vano
Ma che fine avrai fatto?
Ti ho cercato -bambino- per tutt' Italia
Ed altrove,
Negli asili, nelle scuole
Mentre imparavi a parlare
Daccapo un altra lingua strana
«Brutta parlata di gente rozza »
Neanche li' ti trovai
Dalla scuola media, all' universita'
Lunghe distanze, autobus insonnolito
Pensieri tristi, filosofia studente
Storie di inutili, false rivoluzioni
Niente ...non ti trovai. Niente...
Sulle montagne di medicina precoce
Sparivi continuamente, notti salvagenti
In mattinate militari, sull' attenti
Lacrimoso sotto un inno estraneo
Neanche li ti trovai.
Nei carceri e le amicizie bandite
Notti in ostaggio pronto a morire
Fango di droga, polizia e medicine
Compassione, schifo, ambiguita'
Niente notizie di te.
Ti cercai -padre ormai- col carrozzino
Biciclette, lunghe partite di pallone
Denti che spuntano in freddo alfabeto
Ansioso padre "cosa fara mio figlio?"
Giardini vuoti...non ti trovai.
Il tuo riposo,
Quel letto vuoto, notti bianche
Divani vecchi, cenere e birra
Dove hai passato le notti famose
Che ti piaceva raccontare?
Non ti ho piu' visto da allora
Cosi', poi ti ho dimenticato
E ti penso ormai molto raramente
Ora non m'importa ormai piu' niente
Piu' nessuno. Tu neanche
Mio piccolissimo Alessandro
Piccolo, piccolo, sempre piu piccolo
Ed ora che ti ho dimenticato, sai
Pare piu' facile ritrovarti

Hotel ROYAL




Από το πλατύ και ψηλό μπαλκόνι του δωματίου της στο Hotel ROYAL, ανήσυχη και χλωμή κοιτούσε μακριά τον ορίζοντα μέχρι που τα στρογγυλά της μάτια συνάντησαν εκείνο τον ήλιο τον κατακόκκινο, στο απογευματινό του πλησίασμα προς τη θάλασσα...μια θάλασσα τόσο γαλήνια.

Εντελώς ξαφνικά αντιλήφθηκε τη διακριτική παρουσία εκατοντάδων μακρουλών, σκοτεινών και κοφτερών σύννεφων που, μέσα στο μυαλό της, αποκάλυψαν τη συνομωσία και της έγινε εμφανές αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Την ίδια στιγμή τα αρώματα των λουλουδιών γύρω της εξαφανίστηκαν μεμιάς. 'Oλα τα χρώματα αυτού του κόσμου άφησαν τις θέσεις τους και τα πάντα μεταμορφώθηκαν σ' ένα κλάμα βαθιά μέσα στο στήθος της.

Άκουσε τον ψίθυρο μιας γριούλας την οποία εκείνη παρ' όλα αυτά δεν έβλεπε πουθενά. Κι όμως μπορούσε ν' ακούσει καθαρά τα λόγια της:
"Να! Τη χλιαρή ώρα που εμείς ξένοιαστοι θα καλωσορίζουμε την ανατέλλουσα σελήνη, απ' αυτόν τον μυρωδάτο ουρανό της ανοιξιάτικης βραδιάς θα πέσει μια ασταμάτητη βροχή από αίμα. Θα γίνει ακριβώς τη στιγμή που αυτά τα σύννεφα-ξίφη θα αποφασίσουν την απότομη κι αιφνιδιαστική επίθεσή τους εναντίον του νυσταγμένου και αποκαμωμένου ήλιου."

Ένιωσε ένα μεγάλο φοβο. Θελησε να ξεφύγει...μετά έσφιξε τα χέρια της δυνατά πάνω στα κάγκελα με τέτοια δύναμη που θα αρκούσε να σώσει παραπάνω από μια φορά αυτόν τον κόσμο -κι ίσως ακόμη κι έναν άλλον σαν αυτόν- από τις αμαρτίες του, τον πόνο του, την απέραντη μοναξιά του...

Τι θλιβερό πράγμα είναι οι σκέψεις που γίνονται, οι ίδιες κι οι ίδιες, χιλιάδες φορές! Και πόσο αβάσταχτα στενάχωρο να είσαι μόνος ή με παρέα, έχοντας στην ψυχή την αίσθηση μιας ακαθόριστης απώλειας ή μιας αμαρτίας χωρίς να καταλαβαίνεις ούτε από που προέρχεται αυτό ούτε πού σε πηγαίνει. Να ρωτιέσαι αν το φταίξιμο ήταν δικό σου...μετά να ξαναρωτιέσαι ξανά και ξανά. Κι ύστερα πάλι απ' την αρχή!

Ανασηκώνοντας λίγο τα πόδια της από τα πλακάκια του μπαλκονιού, σπρώχτηκε προς τα εμπρός, ακουμπώντας την κοιλιά της πάνω στα κάγκελα, τη μήτρα της για την ακρίβεια. Μήτρα-άδειο σπίτι, ούτε μια μικρή ζωούλα δεν είχε κατοικήσει εκεί μέσα. Τίποτα δεν θα είχε ν' αφήσει σ' αυτόν τον κόσμο που τόσα περιμένει από μας!

Μετά από λίγο, αργά-αργά, οι ευωδιές και τα χρώματα άρχισαν να επιστρέφουν στις θέσεις τους. Με μεγάλη καθυστέρηση, καθώς φαίνεται, γιατί όλα αυτά δεν είχαν πια σημασία για κείνη, κανένα πια ενδιαφέρον. Και το μπαλκόνι κενό ήταν.

Ξέσφιξε τα χέρια της δειλά-δειλά από τα κάγκελα και τ' άφησε όλα, χαρές και λύπες, πάνω σ' εκείνο το κενό μπαλκόνι βουτώντας σ' ένα άλλο κενό, πιο φιλικό και πιο φιλόξενο γι' αυτήν.
.... .... .... .... ....


(Αυτή είναι μια ιστορία που μου διηγήθηκε μια παράξενη γριούλα, ένα ανοιξιάτικο βράδυ, στο μέρος του συμβάντος, με κάθε λεπτομέρεια. Όμως, αν αφήνει θλίψη στον αναγνώστη, τότε αυτός θα μπορούσε να υποκριθεί πως τη διάβασε -σαν είδηση- σε κάποια παλιοφυλλάδα που ξέχασε να πετάξει στα σκουπίδια).