Οι γυναίκες οι πιο φιλάρεσκες ξεγυμνώνουν τον αφαλό και την οσφύ τους, κρεμούν ένα κομμάτι από το όνομά τους, ανάμεσα στις δυό τους ωμοπλάτες ... όπως η Νίκη και η Βίκη, έτσι και η Λιλλή.
Κάθονται μόνες, ανέμελα στα καφέ με το ένα χέρι κάτω από το τραπέζι ενώ το άλλο, με αυτοπεποίθηση απλωμένο, σημειώματα γράφει που τα παίρνει ο αέρας - χαρτάκια που γράφουν ντροπαλά τα μικρά ονόματά τους ...Νίκη, Βίκη ...το ίδιο κάνει κι η Λιλλή.
Ο συνήθης τών ποιημάτων περαστικός κοιτάζει αποχαυνωμένος, μεθυσμένος από την ομορφιά της. Θέλει πιο βαθιά να μπει, πιο πολλές πληροφορίες για την πανέμορφη να μάθει...κι έχει μονάχα ένα όνομα στα χέρια!
Τρέχει κοντά στη Λιλλή, απαλά τής δίνει το χαρτάκι να γράψει και το επώνυμο κοντά στο όνομά της. Εκείνη χαμηλώνει τα μάτια, στρέφει το πρόσωπο ελαφρώς αλλού. Δεν έχει εκείνη την ξιπασιά τής Νίκης, τής Βιβής. Δεν την αφήνει η συστολή, το επώνυμο να γράψει πλάι στ' όνομά της.
Μπρος την επιμονή τού αγνώστου, όμως, κοιτάζει δεξιά κι αριστερά ... και επιτηδευμένα -σαν φιλανθρωπία για φοροαπαλλαγή- συμληρώνει 34'-26'-38' δίπλα στο όνομά της και τού επιστρέφει το χαρτί. Μα τι την επέρασε κι αυτός;!