Solo le sue lacrime dolci faceva gustare alla gente che la circondava. Soltanto sottovoce sapeva parlare quando voleva chiedere qualcosa. Qualcosa semplice di solito, una domanda da bambina. Persino le cose che noi altri le diciamo gridando, lei le diceva sottovoce come se parlasse a se stessa.
E fu cosi anche quell'estate per una volta ancora. Neppure il suo "grido" di aiuto nessuno ha mai udito su quelle spiaggie addormentate che riposavano vuote e stanche dalle orme lasciate dai piccini vicino ai loro enormi castelli che il vento trasformava in sabbia e con se' li portava via lontano.
Fu gelosa per una sola volta anche lei. Gelosa di quel volo, quell andar via lontano della sabbia mentre senza capirlo si allontanava dalla riva tenendo sempre lo sguardo fisso su quelle nuvolette cosi' libere! Sentiva un piccolo dolore, una tristezza, perche' non era anche lei così leggera da poter spiccare un volo simile.
Cosi' il suo appello non lo senti' proprio nessuno. Solo le onde che la circondavano e l'abbracciavano stretta stretta con le loro braccia celesti e tiepide. Le parse d'essere accolta da una compagnia di bambini che la invitava a giocare. Voleva bene ai bambini e con tutto il cuore si fece portar via dalle quelle onde. Sorridendo gli chiese sempre sottovoce: - Allora, voi dove andate? Portatemi con voi!
Neanche una goccia in tutto il mare le potette negare la sua compagnia...
Si fece sera un po piu' tardi. Il vento si calmo' e la spiaggia era di nuovo pronta ad accogliere i castelli del giorno dopo...
......................................................................................
Από τα δάκρυά της,μόνο τα γλυκύτερα άφηνε τους ανθρώπους γύρω της να γεύονται."Sottovoce" την έλεγαν όλοι. Στα Ιταλικά sotto voce σημαίνει χαμηλόφωνα. Μόνο χαμηλόφωνα ήξερε να μιλάει όταν ήθελε να πει ή να ζητήσει κάτι -γι'αυτό τη φώναζαν έτσι. Και τι έλεγε;...συνήθως απλές φρασούλες ή παιδιάστικες ερωτήσεις. Ακόμα κι αυτά που εμείς οι άλλοι τα λέμε φωνασκώντας,εκείνη τα έλεγε σιγά-σιγά,λες και μιλούσε στον εαυτό της.
Το ίδιο έγινε γι'ακόμα μια φορά,εκείνο το καλοκαίρι. Ούτε τις παρακλήσεις της για βοήθεια άκουσε κανείς πάνω σ'εκείνες τις έρημες,κοιμισμένες παραλίες που ξεκουράζονταν άδειες από τα χνάρια των παιδιών και τα παρατημένα μεγάλα κάστρα τους. Ο αέρας έπαιζε μ'αυτά,τα ξανάκανε άμμο και τα'παιρνε μαζί του μακριά.
Κοιτάζοντας όλα αυτά ζήλεψε κι αυτή,πρώτη φορά στη ζωή της. Ζήλεψε εκείνο το πέταγμα,εκείνη την αναχώρηση για μακριά που έκανε η άμμος και -χωρίς να το καταλαβαίνει- όλο αφηνόταν να ξεμακραίνει από την ακτή κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο σ'εκείνα τα συννεφάκια...Τα τόσο ελεύθερα συννεφάκια! Ένιωσε ένα γλυκό πόνο και μια θλίψη επειδή δεν μπορούσε κι αυτή να φτερουγίσει το ίδιο.
Έτσι λοιπόν,εκείνα τα "Βοήθεια!" της δεν τα άκουσε κανένας απολύτως. Μόνο τα κύματα που την περιτριγύριζαν και την αγκάλιαζαν σφιχτά με τους γαλάζιους και χλιαρούς βραχίονές τους. Της φάνηκε να την υποδέχεται μια παρέα από παιδάκια που τη φωνάζουν γιά να παίξουν. Τα λάτρευε τα παιδάκια κι αμέσως, μ'όλη της την καρδιά,αφέθηκε σ'εκείνα τα κύματα. Χαμογελώντας, απλώς τα ρώτησε, πάντα χαμηλόφωνα: "Λοιπόν...εσείς που πάτε; Πάρτε με μαζί σας,αν θέλετε!".
Απ' όλη τη θάλασσα δε βρέθηκε ούτε μια σταγόνα να της αρνηθεί τη συντροφιά της. Πρόθυμα την πήραν μαζί τους πολύ μακριά.
Ήρθε το βράδυ μετά από λίγο. Ο αέρας κόπασε και η αμμουδιά ήταν και πάλι έτοιμη να υποδεχτεί τα μεγάλα κάστρα και τα χνάρια της επόμενης ημέρας.