06 Μαΐου, 2012

Μπαλκονάδα



Άντε, τέντωσε το χέρι σου έξω από το παράθυρο να δεις αν βρέχει ακόμη ή σταμάτησε. Δεν έβρεχε δα και δυνατά. Αν σταμάτησε θα βγούμε έξω στο μπαλκόνι πάλι όλοι, όπως πριν ... Οι περισσότεροι τέλος πάντων: πάντα υπήρχε κάποιος που προτιμούσε να μένει μέσα και να ψαχουλεύει τα αντικείμενα πάνω στα έπιπλα. Λες και ήθελε να κλέψει από τα βράδια κάτι χωρίς κανείς να τον προσέξει.

Οι άλλοι θα συναντιόνταν έξω και μέσα από αστεία και διηγήσεις, οι πιο ανικανοποίητοι από τη ζωή θα έβρισκαν δικαίωση με "όλα εκείνα που περάσαν". Στα γελαστά πρόσωπα τών άλλων θα είχαν να αντιπαραθέσουν τη σοφία τής μεμψιμοιρίας τους, τέχνη που μοιάζει να φουσκώνεις -στην παραλία καλοκαιριάτικα-  σωσίβιο με αέρα παρμένο από το χειμώνα ή να περιμένεις να γίνει ο καύσωνας  πιο υποφερτός επειδή θυμάσαι πως κάποτε έτρεμες μες το χιόνι.

Συζητήσεις μιας ζωής που λες και μοιραστήκαμε όλοι μαζί κι όταν μιλάμε βάζουμε όλοι, ρεφενέ, μνήμες από μήνες ή χρόνια στο Βερολίνο, την Πράγα, την Αβησσυνία, την Κίνα, τη Σομαλία, τη Σιέρα Λεόνε. Οι νέοι, γκρινιάζουμε εμείς, "δεν έχουν ιδέα για τίποτα αλλά τα ξέρουν όλα...". Εκείνοι, πιο σοφοί από μας, γελάνε και μας παρηγορούν. Λένε πως βλέπουν μακριά γιατί ανέβηκαν "στους ώμους τών γιγάντων!". Κι όμως αφοπλιστικά, απλά, μάς κολακεύουν...Γίγαντες; Εμείς;

Καθένας μας είχε μιαν αγαπημένη ατάκα, όταν ήμασταν όλοι μαζί. Όταν κάποιος άρχιζε να απουσιάζει από τη μπαλκονάδα, η ατάκα του γινόταν θέσφατο, αξίωμα και δόγμα όλων τών υπολοίπων. Ουφ! πώς να σταματήσει κανείς αυτήν την ακολουθία τών πραγμάτων...πώς να απαλλαγείς από τη σιγουριά τής πρόβλεψης πως πάντα το ίδιο θα 'ναι; Υιέ τού Αντάρτη, τού Ταξιδιώτη, τού Εργάτη, τού Βασιλιά, τού Επαναστάτη, σταμάτα την Ιστορία. Σταμάτα να δίνεις στο παιδί σου το όνομα τού τιμημένου σου πατέρα.