Η επιστολή που απρόσμενα έλαβα από το φίλο μου, ανάμεσα στα διάφορα ανούσια και εν πολλοίς συγκεχυμένα, ασύνδετα αποσπάσματα, μου εξιστορούσε τα εξής :
Πάτησε πρώτα εδώ:
"…Μου είχε κάνει μεγάλη έκπληξη το τηλεφώνημα εκείνο με το οποίο έπαιρνα ...θερμά συλλυπητήρια για τον πρόσφατο "χαμό" του πατέρα μου. Αυτό όχι γι άλλο λόγο αλλά επειδή ο "θανών" βρισκόταν στο καθιστικό τού διαμερίσματός μας και μουρμούραγε για το πως καταντήσαμε, για το χάλι της ζωής σήμερα και τα υπόλοιπα θέματα που αγγίζουν κάθε γέρο και γριά.
Αυτό ξανάγινε τις επόμενες τρεις ημέρες κι εξόργισε το γέρο μου τον οποίο είχα ενημερώσει -για να γελάσουμε- γύρω από τα ανόητα τηλεφωνήματα που έκανε αυτός ο μακρινός συγγενής από το νησί, όπως συστήθηκε. Τόσο πολύ είχε θυμώσει ο πατέρας μου που, στη βδομάδα πάνω, πήρε το πλοίο και πήγε στο νησί να κάνει την παρουσία του αισθητή. Μας τηλεφώνησε κιόλας λέγοντας ότι το σαχλό αστείο είχε λήξει καθώς δεν είχε αφήσει σπίτι για σπίτι που να μην το επισκεφτεί επί τούτου. Ανακοίνωσε επίσης ότι θα μείνει εκεί γιατί ήταν καλύτερα, η ζωή στην πόλη είναι χάλια, ξαναβρήκε τους φίλους του και μπλα μπλα μπλα...
Είχαν περάσει δυο χρόνια ή τρία και να' σου ο γέρος στο τηλέφωνο ευτυχής και ξανανιωμένος να μας λέει πόσο καλά περνάει στο νησάκι του και τι χαζομάρα που είναι να κάθεσαι στην πόλη. Μίλησε και στη γυναίκα του: ”Μάζεψέ τα να' ρθεις κι εσύ εδώ…Δεν μπορώ έτσι που είμαι μόνος εδώ πέρα…”. Αυτή δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Καλά καθόταν εκεί που ήταν. “Άντε παράτα μας”, του λέει.
Έκτοτε δεν ξανάχαμε νέα απ’ αυτόν. Σκέφτηκα μήπως θύμωσε από την άρνηση της γριάς και γι αυτό δεν απαντούσε ούτε στο τηλέφωνο. Μέχρι το γιο μου έβαλα να τον πάρει…τι στο καλό! Στο εγγόνι του θα μιλήσει…Τίποτα, αμετάπιστος ήταν.
Πέρασε κάμποσος καιρός ώσπου πήρα ένα τηλεφώνημα, από εκείνο το μακρινό συγγενή πάλι, που θεώρησε υποχρέωσή του να με συλλυπηθεί ακόμα μια φορά. Αυτή τη φορά τα συλλυπητήρια αφορούσαν τη μητέρα μου. "Μα τι λες άνθρωπέ μου; Ποια πέθανε; Στην κουζίνα κάθεται και βρίζει στο χαζοκούτι αυτόν που παράτησε τη γυναίκα του για να πάρει το μοντέλο…"
Κλείνοντας το τηλέφωνο, ανάμεσα στις άλλες σκέψεις, πέρασε από το μυαλό μου και η σκέψη ότι ήταν εκείνος ο τρελόγερος ο πατέρας μου που έβγαζε το θυμό του κάνοντας φάρσες βραδιάτικα. Αυτή ακριβώς η σκέψη ήταν που εξόργισε τη μάνα μου τόσο που τη μεθεπόμενη μέρα πήρε το καράβι και πήγε να “πιάσει από το σβέρκο τον παλιόγερο που τη γρουσουζεύει με τα ηλίθια αστεία του, μια ζωή”.
Τα τελευταία νέα που έμαθα από τη μάνα μου ήταν πως βρήκε τον άντρα της, κατάλαβε την παρεξήγηση και συμφώνησαν ότι καλύτερα είναι εκεί κι είναι χαζός όποιος ζει στην πόλη. Είχαν βρει “παλιούς φίλους και συγγενείς καθώς και τους γονείς τους κι όλα είχαν γίνει πια όπως πρώτα όμορφα και γαλήνια, απίστευτα ήσυχα και μακριά από όλα αυτά που μας δημιουργούν πόνο και θλίψη, βάσανα κι έγνοιες. Όλα μουσική και συντροφιά αληθινών φίλων.” Στο τέλος της συνομιλίας μας ,με ένα έντονο αλλά και στοργικό ύφος, πρόσθεσε : ”Κοίτα παιδί μου ,πρέπει κι εσύ να 'ρθεις εδώ. Δεν μπορούμε έτσι που είμαστε μόνοι. Μάζεψέ τα κι έλα…”
Φάνηκαν τόσο παράξενα όλα αυτά! Κάτι στο ύφος της μάνας μου “δεν μου πήγαινε”. Τι ήταν όλα αυτά τα παράξενα… αφού ήξερε ότι δεν μπορώ να τα παρατήσω όλα εδώ! Έχω μια δουλειά, ένα παιδί, τις παρέες μου. Τόσο ανήσυχος, όμως, ένιωθα που στο τέλος ήταν αδύνατον να μην αρχίσω να φτιάχνω μια βαλίτσα και την μεθεπόμενη μέρα να ετοιμάζομαι για το λιμάνι να πάρω κι εγώ το πλοίο να πάω να δω τι γίνεται στο νησί.
Φεύγοντας χαιρέτησα το γιο μου, κοντοστάθηκα δύο λεπτά στην πόρτα κι αφού γύρισα πίσω να του πω πάλι “Έλα, γεια σου τώρα”, πρόσθεσα χαμηλόφωνα κοιτώντας τον στα μάτια: “Κι αν κάποτε σε πάρω τηλέφωνο -σε παρακαλώ!- μην απαντήσεις, μη μου μιλήσεις ούτε για λίγο…” .
..................
Μετά από μερικές αράδες, ο φίλος μου έβαζε τέλος στην επιστολή του, αφού πρώτα αναλώθηκε σε σκόρπιες νύξεις που αφορούσαν σε ελάσσονα ζητήματα κυρίως οικονομικής φύσεως .