01 Ιανουαρίου, 2013

Οδυσσέας τής πλάκας




Κουρασμένε ταξιδιώτη... -Τι Οδυσσέας της πλάκας!
Στην αρχή ναυάγησες και είπες "δε βαριέσαι... μπορεί να μην κατάφερα να φτάσω σπίτι μου αλλά καλά είναι κι εδώ... Γεννηθήτω νέα γης, νέα πατρίς, εδώ που με έριξε η μοίρα..."

Δεν πέρασαν παρά λίγα χρόνια κι αφού μπλέχτηκες με γυναίκες διάφορες (με μερικές από δαύτες έκανες και οικογένεια), άρχισες πάλι να σκέφτεσαι την παλιά πατρίδα, το πρώτο σου το σπίτι, τους σκύλους σου, τα άλογά σου.

Μετανιωμένος τώρα, λες "Όλα λάθος μέχρι τώρα..." κι αρχίζεις να σκαρφίζεσαι τρόπους λάθρα να φύγεις, μέσα στη νύχτα. Απόφαση πήρες να μη σταματήσεις πουθενά πια παρά μόνο όταν η θάλασσα σε πάει στο λιμάνι της δικής σου πόλης.

Αναχώρηση, ο άνεμος ευνοϊκός κι εκεί που πλέει το σκάφος σου ολοταχώς, βλέπεις από μακριά τον προορισμό σου. Επιτέλους πλησιάζεις την ακτή και, σαν γεννημένος δυστυχής, μια σκέψη φυτρώνει στο μυαλό σου:

Εκεί που ταξίδεψες δήθεν πρόσφυγας, μετανάστης, τυχοδιώκτης (εσύ μονάχα ξέρεις) σε βαρέθηκαν. Όλο για φευγιό μιλούσες. Μα και στο σπίτι σου πια κανείς δεν σε θυμάται καθαρά. Κάποιοι θυμούνται έναν τρελό που τίποτε άλλο δεν σκεφτόταν παρά το πώς και πότε θα βρεθεί ένας περαστικός περιηγητής, για να τον ακολουθήσει.