25 Νοεμβρίου, 2014

Τσούχτρες και σαλούφες




Η πόλη ήταν όμορφη και στην παραλία της έμαθα, εβδομήντα χρόνων πια, να κολυμπάω. Είχα όλη την ησυχία μου και, ελλείψει περιέργων, μπορούσα να πηγαίνω με μια ανθοδέσμη στη θάλασσα κάθε απόγευμα. Κάποτε άρχισα να προφέρω σκόρπιες λέξεις, φράσεις, κωμικές ατάκες τού σινεμά και εξυπνάδες.

Φιλόξενη είναι τις πιο πολλές φορές η θάλασσα...ανεκτική είναι. Μπορείς απέναντί της να μιλάς, να φλυαρείς λέγοντας ανοησίες κι ας μην έχεις πει ποτέ σου τίποτα σωστό, καμιάν αλήθεια. Συνήθως στη ζωή πρώτα λες χιλιάδες σοφά πράγματα κι ύστερα κατακτάς το δικαίωμα να πεις δυο-τρεις ανοησίες.

Αυτές τις δυο-τρεις ανοησίες που τα κύματα από χέρι σού συγχωρούν (μέχρι τού σημείου να αρχίσεις να φωνάζεις λ.χ. "είμαι παντοδύναμος" ή "δεν υπάρχει για μένα τέλος") τις βάζεις για τα καλά μέσα στο μυαλό σου. Γίνονται συνήθεια οι μεγαλόστομες ανοησίες. Τις εκστομίζεις πια, όπου βρεθείς κι όπου σταθείς. Σε μέρη ακατάλληλα τις λες...

Όλοι τότε κατανοούν το πρόβλημά σου: Σού έλειψε κείνη η ερημιά, η συνήθεια τής ανθοδέσμης, οι απογευματινές συναντήσεις, η θάλασσα εν ολίγοις, αυτό το γαλάζιο αίμα που πέρα-δώθε μέσα του, παθητικά ταλαντεύονται, οι τσούχτρες και οι σαλούφες, τον Αύγουστο, πριν φθινοπωριάσει.