Ήταν μια γριά κυρία στο απέναντι μπαλκόνι, τα τελευταία χρόνια. Εδώ και μερικούς μήνες όμως, δεν κουνούσε πιά ούτε ένα χέρι. Ύστερα δεν την ξανάδα πιά. Κάποτε όμως έμενε εκεί όλες τις νύχτες κι έγραφε, έγραφε σχεδόν μέχρι το πρωί.
Ρωτούσα "τι να γράφει;"
Κι εσύ έλεγες:
"Βλακείες, τι θες να γράφει; Στοιχηματίζω πως το τεφτέρι της γεμίζει από την αρχή ως το τέλος, γράφοντας την ίδια λέξη αμέτρητες φορές"Ρωτούσα "τι να γράφει;"
Κι εσύ έλεγες:
Πότε κοιμάται, σκεφτόμουνα...Πότε αναπαύεται; Πού βρίσκει τόση δύναμη, πώς και δεν εξαντλείται, πώς αντέχει χωρίς νερό μέσα σ' αυτή τη ζέστη;
Κι όταν εξαφανίστηκε, πού πήγε αναρωτιόμουν.
Σκέφτηκα πως σκοπός κάθε γραψίματος είναι στο τέλος μια φυγή και
αυτή η γραφή είναι χάρτης. Όποιος την πλάτη μάς γυρίζει στρέφοντας όλη του την προσοχή σ' ένα τετράδιο θέλει να μάς πει πως ετοιμάζεται να φύγει.
Ίσως για σήμερα, ίσως για αύριο, πάντως, τις έχει έτοιμες τις αποσκευές. Μεγάλες ή μικρές.
Αυτό όμως που έμεινε μυστήριο, αγαπητή μου, ήταν αυτό που σκέφτηκες και έλεγες εσύ
κι εγώ στραβομουτσούνιαζα επειδή αγαπώ αυτούς που γράφουν:
Κανείς δεν ξέρει να μάς πει αν αυτοί που γράφουν σκυφτοί απάνω στο τετράδιο, τι τσαμπουνάνε μέσα εκεί; μια μελέτη, ένα ποίημα, μια ωδή ή ένα τετράδιο γεμίζουν με τη λέξη την ίδια, από την αρχή ως το τέλος, όπως ο μαθητής που 'ναι τιμωμηρημένος;