12 Δεκεμβρίου, 2010

Μήδεια και Νόρμα


Η παγωμένη μέρα τέλειωσε κι άρχισε να  μεγαλώνει αργά η απόσταση ανάμεσα στις αυλές τών δυο γυναικών που κλαίγανε καπνίζοντας βαριά τσιγάρα, το ένα πίσω απ' το άλλο. Αργά αργά, η μία γυναίκα χάνει την άλλη, χάνει της αλληνής τις λέξεις, χάνει την συντροφιά της, χάνει το άλλο της μισό. Οι λέξεις τους πια δεν συναντιούνται πουθενά. Επιχειρήματα ψεύτικα κι αλήθειες πικρές ουρλιάζουν τώρα. Είχαν αρχίσει να κατηγορούν η μια την άλλη, ποιά το έγκλημα το πιο σκληρό είχε βάρος στην ψυχή  της. Πέφτει το χιόνι κι ο άνεμος σκορπάει τις νιφάδες, σχηματίζοντας  μακρινούς στροβίλους. Πόσος θόρυβος ακούγεται...Γεμίζει το δρόμο που διαβαίνει ο νυσταγμένος διαβάτης, από την αυλή τής μιάς μέχρι την αυλή τής άλλης. Δεν μπορεί πιά μεταμέλειες να ακούει κι αλληλοκατηγόριες. Σταματά κι από μέσα του μια οργισμένη φωνή σαρώνει τις νιφάδες:

" Μήδεια και Νόρμα, σταματήστε πιά. Τον ύπνο τών μικρών παιδιών, σκεφτείτε. Τρομάζουν όταν σας ακούνε."