Μέρες θολούρας οι τελευταίες και ο ύπνος της τις νύχτες γεμάτος με την επανάληψη ενός ονείρου: Ένα αδύνατο γεροντάκι με κατουρημένο παντελόνι εμφανιζόταν και τής υποσχόταν πως θα την περιμένει σ' ένα σταθμό τρένου για να την οδηγήσει από κει στο μοναστήρι, στον τόπο όπου θα έβρισκε ησυχία το πνεύμα της. Το όνειρο "έκανε παράσιτα" και έτσι άργησε να ακούσει καθαρά το όνομα τού σταθμού. Τελικά άκουσε καθαρά πως λεγόταν Κβασιορκόρ. Βρισκόταν κοντά στα σύνορα τής Ζουριλάντ και της Νουιλάντ, πέντε ώρες δρόμος δηλαδή.
Καθόταν ύστερα ανάμεσα στο παράθυρο τού τρένου και σ' έναν συνεπιβάτη κι όλο κοίταζε το χλωμό του πρόσωπο με τα μακριά μαλλιά πάνω στα κλειστά του μάτια. Σκανδαλιζόταν γιατί ο νέος είχε το πρόσωπο γυρισμένο προς αυτήν κι όπως ο φωτισμός άλλαζε μέσα στα τουνέλια, έτσι άλλαζε και το ύφος τού προσώπου του. Μια σαν κοιμισμένο παιδί, μια σαν πεινασμένος άντρας, μια τής φαινόταν πως σηκώνεται, μια πως είναι πολύ κοντά της. Περισσότερο ντράπηκε όταν ο ξένος, βλέποντάς την να τρέμει από αιδώ, της πρόσφερε το κόκκινο μακρύ, τεράστιο κασκόλ του για να ζεσταθεί. Μα ήταν τόσον το πάθος! Και η υπόσχεση στο γέρο κατρουλή; Θα την περίμενε αυτός, θα ένιωθε σπουδαίος κερδίζοντάς την.
Ναι αλλά πέντε ώρες εκεί, με τον ερωτολήπτη νεαρό, θα ήταν σίγουρα αρκετές για να την πείσουν να συνεχίσει το ταξίδι πέραν τού σταθμού τού Κβασιορκόρ. Όχι, έπρεπε να συναντήσει τον γέρο, το δίχως άλλο. Με δυσκολία απομακρύνθηκε από εκείνο το σώμα στο οποίο κι η πλέον εγκρατής γεροντοκόρη δύσκολα θ' αντιστεκόταν. Έδεσε δυνατά τη μια άκρη τού κασκόλ στο πόμολο τής "ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ" και την άλλη άκρη σφιχτά στο δεξιό αστράγαλό της. Χάζεψε καμιά ώρα ακόμα το νεαρό που ακόμα άλλαζε πρόσωπα και ύφος. Απόλαυσε τη θωριά του από μακριά, μ' όλη της την ησυχία - το μήκος τού κασκόλ δεν της επέτρεπε να τρέξει πια κοντά του.
Μια ώρα πριν το Κβασιορκόρ, εκεί που σκεφτόταν πως πάει να τελειώσει η ζωή τής ηδονής, άνοιξε την πόρτα "ΚΙΝΔΥΝΟΣ" για να πηδήξει έξω. Ο νεαρός μεταλλάχτηκε ακαριαία και κει στη θέση του καθόταν ο γέρο κατρουλής που, μ' ένα τρομαγμένο νεύμα, την ικέτεψε να μην το κουνήσει ρούπι. Ούτε μια στιγμή αυτή δε σκέφτηκε να αλλάξει τα σχέδιά της. Λίγο την ένοιαζε αν μέσα στο βαγόνι ήταν ο γέρος ή ο νεαρός, η μυρωδιά από κάτουρο ή ο νεανικός ιδρώτας. Ο προορισμός της ήταν ομολογουμένως ο συγκεκριμένος ο σταθμός. Αυτός που τ' όνομά του δυσκολεύτηκε ν' ακούσει τόσες νύχτες. Αβέβαιη ήταν τώρα αν το όνομά του ήταν αυτό που θυμόταν...Κβασιορκέρ, -κορ;
Άνοιξε την πόρτα "ΚΙΝΔΥΝΟΣ" και κατέβηκε με το τρένο εν κινήσει, έτσι όπως ήταν, δεμένη από τον αστράγαλο με το μακρύ κασκόλ. Κάπου ένα τέταρτο μετά από αργό σύρσιμο στο έδαφος, έφτανε με το τρένο στο σταθμό τού προορισμού της. Σταμάτησε, ξεψυχώντας, δυο-τρία μέτρα μακριά από τα πόδια ενός μεσήλικα που μόλις πρόλαβε να τής προσφέρει τα απαραίτητα για να επανέλθει. Αυτά που είναι απαραίτητα για να επανέλθει μια γυναίκα στη ζωή μα πολύ λίγα για να την κρατήσουν για πολύ καιρό σ' αυτήν. Ήταν σαν τη φλόγα τής φωτιάς που, σβήνοντας, ξανανάβει λίγο κι ύστερα σβήνει οριστικά.