Δεν ήταν τα μακριά μαλλιά που του άρεσαν ούτε είχε αρχίσει να παραμελεί τον εαυτό του. Ήταν η απροθυμία του να βρεθεί τόσο κοντά σε κάποιον άνθρωπο, όσο κοντά αναγκάζεσαι να βρεθείς με έναν κομμωτή, έναν οδοντίατρο ή οποιονδήποτε άλλον ο οποίος, για να κάνει τη δουλειά του, πρέπει να σταθεί δίπλα σου, πολύ κοντά σου, σχεδόν σκαρφαλωμένος απάνω σου.
Έτσι, η θέση τού άλλου είναι μακριά από εκείνον, η απόσταση μεταξύ τους μεγαλώνει, πρέπει κανείς για να ακουστεί από τον άλλον, να ουρλιάζει. Το άγγιγμα δεν είναι εφικτό, τα χέρια φτάνουν σε τέτοια απόσταση που ο στατικός ηλεκτρισμός δημιουργεί σπινθήρες, ανάμεσα στα δάχτυλα, ορατούς μέσα στη νύχτα.
Μερικοί άνθρωποι θέλουν το ζωτικό τους χώρο, την απόσταση από τον "πλησίον" τους, την θέλουν πολύ μεγάλη. Ίσως τόσο μεγάλη που να μην μπορεί καν να θεωρηθεί πλέον πλησίον. Και τότε, μόνο τότε θα τον αγαπήσουν γαλήνια.
Έτσι, η θέση τού άλλου είναι μακριά από εκείνον, η απόσταση μεταξύ τους μεγαλώνει, πρέπει κανείς για να ακουστεί από τον άλλον, να ουρλιάζει. Το άγγιγμα δεν είναι εφικτό, τα χέρια φτάνουν σε τέτοια απόσταση που ο στατικός ηλεκτρισμός δημιουργεί σπινθήρες, ανάμεσα στα δάχτυλα, ορατούς μέσα στη νύχτα.
Μερικοί άνθρωποι θέλουν το ζωτικό τους χώρο, την απόσταση από τον "πλησίον" τους, την θέλουν πολύ μεγάλη. Ίσως τόσο μεγάλη που να μην μπορεί καν να θεωρηθεί πλέον πλησίον. Και τότε, μόνο τότε θα τον αγαπήσουν γαλήνια.