A,ναι...Οι ξεχωριστοί, οι διακεκριμένοι, οι "εκλεκτοί άνθρωποι"… Πολύ καιρό τους συναναστράφηκα κι άλλο τόσο καιρό τους κοίταξα περίεργος απο μακριά. Τους παρατηρούσα στις συνήθειές τους να συναντιούνται, να συμβιούν, να συντάσσονται προς μάχην σαν ειδικά τάγματα, καμικάζι αυτοκτονίας, ομάδα ράγκμπι και μετά να διασπείρονται στον κόσμο και τη ζωή:φωτισμένοι απόστολοι Ασσασίνοι.
Είχαν μέσα στις βαθιές τους τσέπες, ανά πάσα στιγμή ταυτότητες αστυνομικές, ελευθέρας λεωφορείου, επιστημονικών συλλόγων ακόμα και τη μεταφυσική ταυτότητα της νεκρικής σιωπής που βίωναν.
Αν η τύχη το ’φερνε πάλι,σε νύχτες ψυχιατρείου, φώναζαν τις «ειδήσεις» τους κρεμασμένοι στ’ ανατολικά παράθυρα των θαλάμων τους, ώρες πριν χαράξει, έχοντας σοβαρές αμφιβολίες για τον ερχομό του πρωινού. Πάντα αμφιλεγόμενοι φιλόσοφοι, μπουρλέσκ χιουμορίστες και ποιητές της δράσης, απαντούσαν στην ερώτηση «πότε έζησες;» με τη φράση «πολύ καιρό πριν πεθάνω».'Αρα κατείχαν τη φιλοσοφική μακαριότητα και παρ'όλα ταύτα «έσπαγαν» στην πράξη.
Περνούσαν ώρες πολλές σε στοές,σκοτεινές αίθουσες και πρόχειρα εντευκτήρια, χωρίς να έχει σημασία το τι κάνουν, συζητώντας ή σιωπώντας με κατά βάθος μια και μόνον έννοια: το χρόνο που χάθηκε, χαρίστηκε, εξαγοράστηκε.
Σε κάθε ένα ξεχωριστό κρεβάτι ονειρεύτηκαν και έκαναν έρωτα από μια μόνο φορά εκσπερματώνοντας αρωματικά όνειρα σε φοβισμένα αιδοία τοποθετημένα σε γυναικολογική θέση - τρελές αλκοολικές συνουσίες.
Έπαιξαν ποδόσφαιρο κάτω από τη βροχή, εκτίοντας μερικές νύχτες προαυλίων φυλακής,με το μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου στη διαπασών «la fleure que tu m’ avais jettee», γιορτάζοντας έτσι τη συνάντηση των «φίλων που είχαν παχύνει πολύ!».
Επέλεξαν από μόνοι τους, εντελώς ανεπηρέαστοι, τη μοίρα εκείνων που μεθούν με τ’ αρώματα των ανθρώπων, κρυμμένοι στα σκοτάδια των γιορτών και του καθημερινού μόχθου.Κάθιδροι και ξαναμμένοι ορμούσαν σ’ όποιον περνούσε δίπλα τους και του ρουφούσαν το άρωμα- βαμπίρ της όσφρησης. Κρυμμένοι στα σκοτάδια γυρνούσαν σπίτι κλαίγοντας, απαρηγόρητα ερωτευμένοι.
Άλλοτε τους πήρε το μάτι μου φευγαλέα, αδέξιους ριφιφί διαρρήκτες στα μουσεία της Αφής, της Όπερας, της Τρέλας και των Αρωμάτων, να καταδιώκονται όλη νύχτα από ξεφωνημένους μπάτσους τραβεστί.Το όλο εγχείρημα κατέληγε σε rave party και το πρωί όλα πάλι απ'την αρχή.
Προς το τέλος της ζωής τους ξάπλωσαν στην παραλία, πρωινό του Οκτωβρίου,με μακριά γενειάδα , έχωσαν τα χέρια τους αποφασιστικά μέσα στην άμμο και έκαναν μια θερμή χειραψία με το Χειμώνα που ερχόταν. Χειραψία-συμφωνία και οι πρώτοι νότιοι άνεμοι πήραν το υπόλοιπο της ζωής τους και το χτύπησαν βίαια πάνω σ’ αγάλματα του Βορρά, φτιαγμένα από πάγο.
11 Δεκεμβρίου, 2009
Πίστη (σύντομο-δύσοσμο διήγημα)
Ο Γιγαντόσωμος προχωρούσε με βαριά βήματα κι από πίσω τον ακολουθούσαν όπως πάντα εκατομμύρια μικροσκοπικά ανθρωπάκια που τον είχαν σαν θεό τους. Σ' αυτόν ζητούσαν συμβουλές, από κείνον περίμεναν λύσεις στα προβλήματά τους.
Το αντάλλαγμα που εισέπραττε ο γίγας ήταν η λατρεία αυτών των ανθρωπαρίων, κάτι που δε σήμαινε τίποτα γι αυτόν παρά μόνον ευθύνες και ένα μπουρου-μπουρου συνεχόμενο από δοξολογίες και ύμνους που είχε πια βαρεθεί να ακούει.
Ο γίγας μια μέρα δεν ήταν και πολύ καλά. Τους ξέρετε όλοι τους γίγαντες, τώρα. Μια που στην πραγματικότητα δεν ήταν και πολύ καλά, αποφάσισε να ξαπλώσει κάτω και να κάνει τον ετοιμοθάνατο, να δει τα ανθρωπάκια που τον ακολουθούσαν τι θα έκαναν χωρίς αυτόν, γι αυτόν.
Έγειρε λοιπόν το τεράστιο κεφάλι του, βογγώντας,τη μια δεξιά κι άλλη μιά αριστερά, συνθλίβοντας όσα ανθρωπάρια ήταν εκεί κοιτώντας σαστισμένα κι αδρανή, κλαίγοντας για τον προστάτη τους. Όσα γλίτωσαν το βαλαν στα πόδια και μαζεύτηκαν λίγο παραπέρα.
Ένα άλλο μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε πάνω στο στήθος του γίγαντα και κάθησε εκεί παρακαλώντας τον άρρωστο να γίνει πάλι καλά γιατί χωρίς αυτόν δεν ήξεραν τι να κάνουν, που να πάνε, τι να φάνε και που να κοιμηθούνε..."Τώρα βρήκες ν' αρρωστήσεις μωρέ κι εσύ!"
Ο δήθεν ασθενής εξοργίστηκε κι έβαλε όλη του την... τέχνη : μ' έναν τεράστιο εμετό έπνιξε σχεδόν όλους τους γκρινιάρηδες που τον κατηγορούσαν κιόλας που μια φορά κι αυτός αρρώστησε. Οι λίγοι διασωθέντες το βαλαν κι αυτοί στα πόδια, βρίζοντας ακόμη χειρότερα.
Το γαργαλητό που ένιωθε ο γίγας ανάμεσα στα σκέλια του προερχόταν από ακόμα μια τεράστια σύναξη "πιστών του" που είχαν βρει σίγουρο καταφύγιο κοντά στα αχαμνά του. Εκεί είχαν στήσει και κάποιο πρόχειρο τσιμπούσι περιμένοντας την ανάρρωση του αρχηγού τους. Άλλοι το γλεντούσαν κι άλλοι γκρίνιαζαν.
Άκουσε ο γίγας τις φωνές τους κι αφού έσφιξε με μανία και με όλη τη δύναμή του τους κοιλιακούς του, άφησε τους σφιγκτήρες του να ανοίξουν ελεύθερα περιλούζοντας τα ανθρωπάκια που είχαν μαζευτεί εκεί. Ελάχιστα διέφυγαν κρατώντας τις μύτες τους κι έφυγαν τρέχοντας να βρουν τους υπόλοιπους, βρίζοντας όλοι μαζί τον τάχα παντοδύναμο που "κακό χρόνο να χει" τους παράτησε στην τύχη τους και τους βρώμισε κι από πάνω!
Ο "ασθενής" είχε δει αρκετά. Μέσα του γελούσε αλλά πιό πολύ ήτανε θυμωμένος. Άρχισε να κινείται σιγά-σιγά, τάχα πως ξαναζωντάνευε. Όσοι από τους πιστούς του είχαν απομείνει ζωντανοί αναθάρρησαν κι επευφημώντας τον έτρεξαν κοντά στον προστάτη τους, ρωτώντας αν χρειάζεται κάτι.
Εκείνος ήταν κιόλας όρθιος. Άρχισε να βαδίζει, αμίλητος, αργά-αργά, προσεκτικά τσαλαπατώντας τους εναπομείναντες φανατικούς πιστούς του.
Το αντάλλαγμα που εισέπραττε ο γίγας ήταν η λατρεία αυτών των ανθρωπαρίων, κάτι που δε σήμαινε τίποτα γι αυτόν παρά μόνον ευθύνες και ένα μπουρου-μπουρου συνεχόμενο από δοξολογίες και ύμνους που είχε πια βαρεθεί να ακούει.
Ο γίγας μια μέρα δεν ήταν και πολύ καλά. Τους ξέρετε όλοι τους γίγαντες, τώρα. Μια που στην πραγματικότητα δεν ήταν και πολύ καλά, αποφάσισε να ξαπλώσει κάτω και να κάνει τον ετοιμοθάνατο, να δει τα ανθρωπάκια που τον ακολουθούσαν τι θα έκαναν χωρίς αυτόν, γι αυτόν.
Έγειρε λοιπόν το τεράστιο κεφάλι του, βογγώντας,τη μια δεξιά κι άλλη μιά αριστερά, συνθλίβοντας όσα ανθρωπάρια ήταν εκεί κοιτώντας σαστισμένα κι αδρανή, κλαίγοντας για τον προστάτη τους. Όσα γλίτωσαν το βαλαν στα πόδια και μαζεύτηκαν λίγο παραπέρα.
Ένα άλλο μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε πάνω στο στήθος του γίγαντα και κάθησε εκεί παρακαλώντας τον άρρωστο να γίνει πάλι καλά γιατί χωρίς αυτόν δεν ήξεραν τι να κάνουν, που να πάνε, τι να φάνε και που να κοιμηθούνε..."Τώρα βρήκες ν' αρρωστήσεις μωρέ κι εσύ!"
Ο δήθεν ασθενής εξοργίστηκε κι έβαλε όλη του την... τέχνη : μ' έναν τεράστιο εμετό έπνιξε σχεδόν όλους τους γκρινιάρηδες που τον κατηγορούσαν κιόλας που μια φορά κι αυτός αρρώστησε. Οι λίγοι διασωθέντες το βαλαν κι αυτοί στα πόδια, βρίζοντας ακόμη χειρότερα.
Το γαργαλητό που ένιωθε ο γίγας ανάμεσα στα σκέλια του προερχόταν από ακόμα μια τεράστια σύναξη "πιστών του" που είχαν βρει σίγουρο καταφύγιο κοντά στα αχαμνά του. Εκεί είχαν στήσει και κάποιο πρόχειρο τσιμπούσι περιμένοντας την ανάρρωση του αρχηγού τους. Άλλοι το γλεντούσαν κι άλλοι γκρίνιαζαν.
Άκουσε ο γίγας τις φωνές τους κι αφού έσφιξε με μανία και με όλη τη δύναμή του τους κοιλιακούς του, άφησε τους σφιγκτήρες του να ανοίξουν ελεύθερα περιλούζοντας τα ανθρωπάκια που είχαν μαζευτεί εκεί. Ελάχιστα διέφυγαν κρατώντας τις μύτες τους κι έφυγαν τρέχοντας να βρουν τους υπόλοιπους, βρίζοντας όλοι μαζί τον τάχα παντοδύναμο που "κακό χρόνο να χει" τους παράτησε στην τύχη τους και τους βρώμισε κι από πάνω!
Ο "ασθενής" είχε δει αρκετά. Μέσα του γελούσε αλλά πιό πολύ ήτανε θυμωμένος. Άρχισε να κινείται σιγά-σιγά, τάχα πως ξαναζωντάνευε. Όσοι από τους πιστούς του είχαν απομείνει ζωντανοί αναθάρρησαν κι επευφημώντας τον έτρεξαν κοντά στον προστάτη τους, ρωτώντας αν χρειάζεται κάτι.
Εκείνος ήταν κιόλας όρθιος. Άρχισε να βαδίζει, αμίλητος, αργά-αργά, προσεκτικά τσαλαπατώντας τους εναπομείναντες φανατικούς πιστούς του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)