Για τον πατέρα μου, το να με κουβαλάει στην πλάτη του όταν ήμουν παιδί, έμοιαζε με το να κουβαλά μια στάμνα γεμάτη νερό, νερό που κυμάτιζε και μπορούσες να ακούσεις τον παφλασμό του, να μυρίσεις την καθαρότητά του. Άλλοτε έτρεχε με αυτή τη στάμνα στον ώμο άλλοτε καθόταν κάτω κι έβριζε το φορτίο του. Το αφόρητο φορτίο που σηκώνει όποιος έχει να καλλιεργήσει το μυαλό ενός παιδιού.
Κάποτε ο μπαμπάς χρειάστηκε να ξαπλώσει για πολύ καιρό και να σκεπαστεί καλά για να είναι ζεστά. Ρώτησε: "Μα αυτή τη στάμνα, ποιος θα την πηγαινοφέρνει στους δρόμους, μέχρι να ξανασηκωθώ;". Δεν πήρε απάντηση. Μόνο έκατσε και σκέφτηκε πως το νερό μέσα στη στάμνα, όταν κουνιέται, σου χαλάει την ισορροπία. "Πόσο δύσκολο θα 'ναι να την κουμαντάρει άλλος αυτή τη στάμνα!"
Όταν ο μπαμπάς χειροτέρεψε και αντιλήφθηκε πως δε θα βρισκόταν άλλος να κουβαλά το φορτίο του στη θέση του, ζήτησε μόνο να με πλησιάσουν στο κρεββάτι του. Να ακούει έτσι τους οικείους του θορύβους. Κάποτε ένιωσε πως δε θα ξανασηκωνόταν. Λίγο για να τελειώσουν όλα, λίγο για να μην τυραννιέμαι κάποτε σε άλλους κόσμους, έδωσε μια γροθιά στη στάμνα, που πρώτα τη διαπέρασε και ύστερα την έστειλε, πέφτοντας, να γίνει κομμάτια.