29 Ιουνίου, 2010

Αρχή αλληλογραφίας

Η μητέρα μου με έντυνε με άτσαλες κινήσεις ενώ εγώ ούρλιαζα μπροστά στον τεράστιο καθρέφτη. Στο δωμάτιο βρίσκονταν άλλοι τέσσερις μεγαλόσωμοι άντρες που έστεκαν ανυπόμονοι να με εγκαταλείψουν εδώ μέσα.

Τα χέρια τής μητέρας μου δεν είχαν επιλεγεί τυχαία. Παρείχαν μια καλή εγγύηση πως η διαδικασία θα έπαιρνε λιγότερο χρόνο μιας και η αντίστασή μου θα ήταν η ασθενέστερη δυνατή. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα να φοράω κιόλας την κίτρινη στολή που πρέπει να φοράει όποιος πρόκειται να μείνει εδώ οριστικά.

Η κίτρινη περιβολή, μια φόρμα μάλλον παρά μια στολή, κλειδώθηκε γύρω από το στήθος μου με μερικά χοντρά κορδόνια που η αγαπητή μου μητέρα έδεσε σε σφιχτούς κόμπους. Τα δυνατά, σταθερά χέρια της με παρέλυσαν με την αποφασιστικότητά τους.

Έκλαιγα. Μόνο έκλαιγα. Αυτό μόνο μπορούσα να κάνω, κι αυτό με πολλή δυσκολία γιατί ο θώρακάς μου δεν μπορούσε να ανοίξει περισσότερο από ό,τι χρειάζεται για μια μικρή ανάσα.

Σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους δυο παράξενες γυναίκες που στάθηκαν δεξιά κι αριστερά τής μητέρας μου. Η μια κρατούσε το στόμα μου ανοιχτό κι η άλλη το πλημμύριζε μ' ένα άγνωστο σε μένα υγρό, μεγάλης περιεκτικότητας σε αλκοόλ. Καθώς ξεχείλιζε το στόμα μου, μια μεγάλη ποσότητα υγρού κινδύνεψε να λερώσει τη φόρμα μου. Τελικά αυτό αποφεύχθηκε αφού οι περίεργες θεραπαινίδες έστριψαν με σπουδή το ζαλισμένο κεφάλι μου στο δεξί πλάι.

Ανέλαβαν δράση αμέσως μετά οι τέσσερις άντρες, προσπαθώντας να εξευτελίσουν ό,τι από μένα είχε μείνει ικανό να νιώσει κάποιο συναίσθημα εξευτελισμού κι εκμηδένισης. Άσεμνες χειρονομίες, βρισιές, ακόμα και  φτυσίματα στο πρόσωπο θυμάμαι πως δέχθηκα. Ο συνεχιζόμενος τραυματισμός τών θηλών και τών όρχεών μου, αφαίρεσε κάθε αίσθηση φόβου: δεν μπορούσε να επακολουθήσει δυνατότερος πόνος. Μέσα σε δευτερόλεπτα πρέπει να λιποθύμησα, ενώ μια φωνή επαναλάμβανε "πιό σιγά, πιό σιγά...". Ακόμη και σήμερα η θύμηση εκείνης της φωνή μού φέρνει στο νου εικόνες από παράθυρα που ανοίγουν, από βρύσες που αφήνουν το νερό τους να με δροσίσει.

Με εγκατέλειψαν στο δωμάτιο και για μέρες ολόκληρες ένιωθα απέραντη ευχαρίστηση όταν στο τέλος τής ημέρας δεν είχα νιώσει ούτε ένα χτύπημα στο πονεμένο μου σώμα που σιγά σιγά ξανάβρισκε τις δυνάμεις του.

Το δωμάτιο είναι άδειο κι από όσο κατάλαβα εδώ μέσα επιτρέπεται μόνο να γράφεις, να γράφεις και να γράφεις. Να γράφεις πράγματα όπως τα θυμάσαι, να γράφεις κάτι που δεν θυμάσαι αν συνέβη ή όχι αλλά πρέπει να το εφευρίσκεις για να μην υπάρχουν κενά στη χρονική σειρά τών συμβάντων. Υπάρχουν τόσες ιστορίες να ειπωθούν πέρα από το αληθινό και το ψεύτικο, πέρα από το πιθανό και το αδύνατο.

Ο χώρος είναι μικρός. Δεν περιέχει τίποτ' άλλο παρά στοίβες χαρτιά και καλοξυσμένα μολύβια. Έκανα την αρχή σήμερα γράφοντας αυτές τις γραμμές, διαδικασία που δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη συζήτηση αλλά πιστεύω πως είναι θέμα χρόνου να εξοικειωθώ μ' αυτήν. Ίσως, μάλιστα -δεν αποκλείεται κάποτε- να εξαρτηθώ απόλυτα από αυτήν.