11 Απριλίου, 2010

Νύχτες από κρύσταλλο κι ασήμι

Πάνω σ’ αυτά τα χαρτιά η μικρή διήγηση μιας ζωής που κατάπιε κάμποσες άλλες ζωές εκτός από την ίδια χωρίς όμως να πάψει ποτέ να την ορέγεται. Σαν όραμα μπροστά στα μάτια μου, ένα κάρβουνο που δεν έχει καεί ολόκληρο. Βλέπω πως ίσως εκεί μέσα κρύβεται η ελπίδα.

Μια πρόστυχη στίξη είναι ο ρόλος των ημερών μου: άνω τελείες από κιμωλία, ανάμεσα στις νύχτες μου, τις φτιαγμένες από κρύσταλλο και ασήμι. Οι νύχτες μου μπορούσαν να είναι αμέτρητοι αεικίνητοι ζογκλέρ που θα κρατούσαν τα μάτια μου ανοιχτά για να κοιτάζω τα ουράνια σώματα και τους σχηματισμούς τους. Τίποτα άλλο.
 
Αυτή η πληγή  δουλεύει ενάντιά μου ή μήπως  κάτω από τις ευλογίες μου;

Τώρα που δεν ακούγεται πιά η μουσική, πού είναι η έκσταση που σου έδινε το απότομο τραγούδι της Ηχούς; Ξέχασα! Η υψίφωνος ιθαγενής που είναι; Την άφησαμε, πολύ απρόσεκτοι, και κείνη αφύλακτη διέφυγε και χάθηκε από κοντά μας. Αιμορραγεί πάνω στην άμμο κρυφά. Καημένη...βρέθηκε κιόλας ακάλυπτη μπρος στην ιλιγγιώδη, ελλειπτική πορεία των στρουθοκαμήλων και τη λοξή πτήση  των γλάρων!

Φρόνιμο τέλος θα ήτανε να σκίσω τα γραφτά μου όλα, για να απομείνω απερίσπαστος πολιορκητής της αγάπης αυτού του παιδιού που με το νανούρισμά του κοιμάμαι το βράδυ και που το βρίσκω τα χαράματα να παίζει με τα χρυσόψαρά του στη μπανιέρα.

Α! τα χαράματα...Τι βάρος μού είναι! Μέσα σ' αυτήν την αστυνομική παρέλαση, σ' αυτό το αχανές τσίρκο που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε, αναρωτιέμαι γιατί τάχα θα φάνταζε αλλόκοτο ένα χρυσόψαρο μέσα στη μπανιέρα την στιγμή που σε χαιρετά, ενώ μπαίνεις βιαστικός για το πρωινό σου ξύρισμα;

Το ξημέρωμα...Το ξημέρωμα πως να το αντιπαλέψεις μετά τη νύχτα που έφυγε, την άδεια μέρα που ήρθε;