Είναι το τέλος της βραδιάς μου μια κωμωδία που παίζεται από μεταλλικούς ηθοποιούς, επίχρυσους. Σχηματίζουν ένα αυστηρό δικαστήριο που στην αρχή έρχεται να με κρίνει και ύστερα αλλάζει γνώμη. Καταδικάζει τη θλίψη μου, λέγοντάς μου ένα κοινότυπο αστείο.
Είναι όλα εκείνα που, άθελά τους, προδίνουν την παρουσία τους όταν έρχεται το βράδυ. Από μια πλευρά είναι η μέρα κι από την άλλη η νύχτα. Και τα δύο τους κινούνται νωθρά. Μπορώ να ψηλαφήσω στη διακριτική τους παρουσία, το πλησίασμα της νύχτας.
Είναι η αχνή εικόνα ενός σοβαρού καλοντυμένου κυρίου που πετάει πάνω από την αμέτοχη θάλασσα. Εκείνος είναι αγέρωχος, μακάριος και το νερό αλλάζει χρώματα στο κάτω μέρος της παιδικής μου ζωγραφιάς, που ονειρεύτηκα γερνώντας.
Είναι ένα σκοτάδι που έπεσε μπροστά στο παράθυρό μου πιο νωρίς από ό,τι περίμενα και με βρήκε χασομέρη να κοιτάζω αφηρημένα ένα κουρελή στο απέναντι παγκάκι που τρυπάει με το δάχτυλό του ένα μανταρίνι. Λιτό δείπνο.
Είναι ένας άνθρωπος που όλοι γνωρίζουμε. Γεννιέται και πεθαίνει εναλλάξ, μαδώντας μιάν ατέρμονα μαργαρίτα. Γεννιέται μες το χειμώνα φτωχικά και την άνοιξη δοξάζεται μέσα στη χλεύη αναζητώντας τον Πατέρα που τον λησμόνησε.
Είναι μιά ρωμαϊκή λεγεώνα που περιμένει το σύνθημα γιά την επίθεση από ένα στρατηγό που απέδρασε από την εποχή του σ' αναζήτηση του Γαριβάλδι, στο ταξίδι του στην Ουρουγουάη. Στο γυρισμό της θα επιστρέψει θριαμβεύτρια και θ' ακούσει το "memento mori" από τα πλήθη.
Είναι μιά μπάντα μουσικών φτιαγμένη από κόκκινη σερπαντίνα που ο αέρας διέλυσε σιγά-σιγά στην κεντρική πλατεία μετά το τέλος του πανηγυριού και μπλέχτηκε ανάμεσα στα μικρά πόδια των παιδιών.
Είναι στο τέλος και η απόχη του ύπνου που, καθώς κατεβαίνει να μ' αιχμαλωτίσει, δανείζεται τον ήχο του μαστίγιου.