14 Οκτωβρίου, 2011

Η αναμονή

Εκείνες τις στιγμές καταπράυνε την αγωνία του με τη σκέψη πως, επιτέλους, είχε έρθει η ώρα να απελευθερώσει τα αυτιά του από το θόρυβο που μια ζωή έκαναν οι αλυσίδες στα πόδια του όταν περπατούσε. Ύστερα η σκιά τού ειδώλου του θα έπαυε να τον κοιτά αυστηρά από τον καθρέφτη. Και με τη σκέψη πως δεν ήταν δα ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, περίμενε να περάσουν ακόμα δυο-τρία λεπτά τα οποία τού φάνηκαν κάθε άλλο παρά ένα μαρτύριο.

Cuore di Gesu'

Τα γένια του



Τα γένια σκέπαζαν το πρόσωπό του κι όλοι αναρωτιόντουσαν τι θέλει και τ' αφήνει, αφού καλύτερος είναι με πρόσωπο καθαρό όταν κυκλοφορεί. Εκείνος απαντούσε πως το ξέρει ότι με τα γένια δεν είναι όμορφος αλλά καλύτερα έτσι παρά να φαίνονται στα μούτρα του κάτι άσκημες, μαύρες κηλίδες.

Καλύτερα άσκημος, σκεφτόταν, παρά άρρωστος να λογαριάζομαι. Και συνέχιζε να εξηγεί το λόγο που τη γενειάδα έτρεφε, μην τυχόν και νομίσουν οι άλλοι ότι δεν έχει γούστο, δεν έχει αισθητική. Κι έτσι, σε όσους τον ρωτούσαν, έλεγε το λόγο που κάνει αυτή την αβαρία στην αισθητική αντίληψή του: κάτω από τα γένια κρύβω κάτι άσκημες μαύρες κηλίδες. Στο τέλος, το είχε πει σε όλους. Έτσι, στο τέλος κι αφού το ξέρανε όλοι, ξύρισε τα γένια του. "Τι το έκρυβες μωρέ, σιγά το πράμα!" τού είπανε οι άλλοι.

Δεν ήξεραν, δεν είχαν καταλάβει οι άλλοι (μα ούτε και ο ίδιος) πως τα γένια δεν τα είχε τόσο για να κρύβει τις κηλίδες αλλά πιο πολύ τα είχε για να τον ρωτούν γι' αυτά κι εκείνος, απαντώντας, να τους προετοιμάζει να αντικρίσουν αργά ή γρήγορα κάτι ανεπαίσθητα σημάδια που με δυσκολία έβλεπες στο πρόσωπό του.