Η ερημιά στις λειτουργίες τού νού μου θα έρθει και τα προμηνύματά της θα αφορούν εσένα. Εσένα, πρώτο από όλα τα πρόσωπα, δεν θα θυμάμαι ότι σε γνώρισα, δεν θα θυμάμαι πώς είναι το όνομά σου και έπειτα δεν θα θυμάμαι ούτε άλλες λεπτομέρειες μικρές και μεγάλες. Θα μπορούσα να σε αποκαλέσω γλυκύ επισκέπτη που δεν φανερώνει αν μόλις ήρθε ή πάλι αν ετοιμάζεται να φύγει. Αγνοώντας την παρουσία σου η σκέψη μου θα δημιουργήσει πάνω στην εικόνα σου, την πάντοτε γαλήνια, μια παραίσθηση θορυβώδη και χρωματιστή...Θα ήσουν ένας μικρός σκύλος που πολεμάει να κρατηθεί όρθιος περπατώντας σε ένα ξύλινο δάπεδο στρωμένο μπάλες τού μπιλιάρδου. Μιλώντας στην παρουσία σου σαν να μιλώ σε κάποιον που πρώτη φορά ξαναβλέπω ύστερα από είκοσι χρόνια, ακούω φωνές νύχτας τού Αυγούστου και μοιάζουν με απαντήσεις σε αυτά που αργότερα ίσως αναρωτηθώ. Ίδιες λέξεις επαναλαμβάνονται. Μεθάω και δηλητηριάζομαι την ίδια ώρα από απλές κουβέντες. Ο εκκωφαντικός θόρυβος που κάνουν οι μπάλες στο πάτωμα κορυφώνεται καθώς σπρωχνονται από μια σειρά από πόρτες. Η μια μετά την άλλη ανοιγοκλείνουν. Ο σκύλος δεν φαίνεται πιά. Οι μπάλες ησυχάζουν και μαζί σταματά και ο θόρυβος.
Στον Cesare Pavese