21 Ιουνίου, 2010

Αυτό το ρούχο "μιλάει" πάνω σου




Μετά από ψάξιμο τριών, και παραπάνω ίσως, μηνών ο Χ. βρήκε ένα σπίτι που επιτέλους άξιζε τα λεφτά που είχε να διαθέσει και που ικανοποιούσε τις βασικές του ανάγκες. Κάπου στην Πειραϊκή, λίγο παλιό, αξιοπρεπές πάντως.

Ο ιδιοκτήτης χαμογελαστός του είχε δείξει το σπίτι και του είχε επίσης συστήσει πολλές φορές να το φανταστεί άδειο, γιατί με τα έπιπλα που είχε μέσα τότε, σίγουρα θα το αδικούσε.

"Θα πάρω τα πάντα από δω... μάλλον θα αφήσω μόνο τη μεγάλη  ντουλάπα στο υπνοδωμάτιο, βλέπεις δεν τη χρησιμοποιώ. Τη βρήκα εδώ και την κράτησα κι εγώ λόγω της ιστορίας της.", είπε. Η ιστορία ήταν ότι το σπίτι είχε πουληθεί στον νυν ιδιοκτήτη του λόγω του επεισοδιακού διαζυγίου τών προηγούμενων ιδιοκτητών του: ο σύζυγος, επιστρέφοντας σπίτι αιφνιδιαστικά, ανακάλυψε μέσα στη ντουλάπα τον εραστή τής συζύγου του. Όπως στις γελοιογραφίες, δηλαδή, αλλά λίγο πιό τραγικό. Επακολούθησε μεγάλος ξυλοδαρμός μεταξύ τών τριών, διαζύγιο και πώληση τού σπιτιού.

Γέλασε ο Χ. με την αφήγηση τού γκροτέσκο συμβάντος από τον ιδιοκτήτη και απάντησε πως θα κρατήσει το σπίτι μαζί με την ντουλάπα.

Ένα μήνα μετά είχε τακτοποιήσει τα πράγματά του και το περιβάλλον είχε ήδη πάρει τη μυρωδιά των πραγμάτων που, μαζί μ' εκείνον, ήρθαν να το κατοικήσουν. Πρόσεξε πως η μεγάλη ντουλάπα που παρέλαβε μαζί με το σπίτι δεν δημιουργούσε καμία παραφωνία κοντά στα δικά του έπιπλα. Αντιθέτως, περνώντας οι πρώτες βδομάδες, την έβλεπε κι αυτήν σαν δικό του έπιπλο αν και δεν την είχε χρησιμοποιήσει ακόμα. Ένας λόγος ήταν ότι η ντουλάπα ήταν κλειδωμένη και το κλειδί της έλειπε.

Ελλείψει χώρου όμως, ήρθε η στιγμή να την χρησιμοποιήσει έστω και παραβιάζοντάς την. Εξεπλάγη όταν ανοίγοντας τα φύλλα της, πρόβαλε εμπρός του, κρεμασμένο, ένα κοστούμι. Ένα γκρι κοστούμι με ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα και μια γραβάτα με τέλειο κόμπο. Ένιωσε μια δυσάρεστη έκπληξη κι έκλεισε πάλι την ντουλάπα χωρίς να ασχοληθεί καθόλου με τα δυο μεγάλα της συρτάρια. Την επόμενη μέρα καθάρισε τα συρτάρια, αφήνοντας μέσα ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα ζευγάρι παπούτσια που προφανώς ανήκαν στον ιδιοκτήτη τού κοστουμιού. Από σεβασμό και αγάπη προς την τάξη έβαλε τα παπούτσια -με τις κάλτσες μέσα- κοντά  στην άκρη τού παντελονιού. Αυτό το κάτι σαν σκιάχτρο που προέκυψε, το ονόμασε χαϊδευτικά Al. Ήταν πολύ μόνος ...χρειαζόταν ένα φίλο.

Από εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε πιά ποτέ εντελώς την ντουλάπα. Το ένα από τα φύλλα της έμενε πάντα ανοιχτό ώστε από τη μιά ο Al να παίρνει αέρα κι από την άλλη να τον βλέπει όποτε περνούσε από εκεί κοντά.

Το μεσημέρι μιάς Κυριακής, έχοντας πήξει από εκείνη τη μελαγχολική βαρεμάρα τών Κυριακών του, πήρε το θάρρος που χρειάζεται για να εξομολογηθείς σε κάποιον ότι θες "να μοιραστείς τις σκέψεις σου" έστω κι αν αυτό σημαίνει κατά βάθος "θέλω να πω τον καημό μου σε κάποιον". Κάποιον στην τύχη κι όχι από κάποια εκτίμηση ειδικά γι αυτόν.

Έτσι άρχισε η συνεννόησή του με τον άνθρωπο στη ντουλάπα.

Ο κόσμος, γενικά, όταν συζητάει θέλει να κατανοεί ακαριαία αυτό που τού λες. Θέλει επίσης να κατανοείς ακαριαία πως σε κατανόησε. Οι συζητήσεις πρέπει να μοιάζουν με πινγκ-πονγκ. Τα χάσματα ανάμεσα στις φράσεις θυμίζουν τον κούφιο, αποτυχημένο ήχο που κάνει το μπαλάκι αναπηδώντας στο έδαφος.

Ο Al στην αρχή άκουγε μόνο. Παρ' όλα αυτά, κάποια κίνηση του ενός ή τού άλλου μανικιού του ή κάποιο ανεβοκατέβασμα τού κόμπου τής γραβάτας φανέρωνε πως αντιδρούσε στα λεγόμενά τού Χ.  κι άρα υπήρχε κάποια διαντίδραση μεταξύ τους. Σίγουρα δεν μιλούσε μόνος του...

Συν τω χρόνω στην καινούργια δουλειά του, μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, γνώρισε την Πέπη. Το όνομά της τού φαινόταν αστείο και την αποκαλούσε σκέτο Πε. Ακόμα κι εκείνη τη μέρα "Πε" την αποκάλεσε: "Πε, πώς θα σού φαινόταν να ζήσουμε μαζί; Να παντρευτούμε, θέλω να πω."

Η Πε που ποτέ δε φανταζόταν να ζήσει με ένα φρικιό σαν αυτόν, τελικά συμφώνησε να ζήσουν μαζί κι αν ταίριαζαν, γιατί όχι, θα παντρευόντουσαν. Κουβάλησε λοιπόν τα ρούχα της και μερικά πράγματα κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι στην Πειραϊκή. Άρκεσε μια εβδομάδα για να φυτρώσει μέσα της η αίσθηση πως είχε κάνει μια λάθος κίνηση. Εν τούτοις, αντί να φύγει, ένα ωραίο βράδυ ενέδωσε στην πίεση τού φίλου μας και είπε "O.K. Ας παντρευτούμε".

Σύντομα άρχισαν οι καυγάδες, το κακό κλίμα και τα γνωστά. Ο Χ έβρισκε παρηγοριά στη δυστυχία του μιλώντας με τον Al κι η Πε εκτονωνόταν με τις δικές της παρέες, βρίζοντας τον Χ.

"Τι συμβαίνει Al; Γιατί στο διάολο φαίρεται έτσι;" ρωτούσε τον μοναδικό του φίλο επί γης. Το σκιαχτροειδές μέσα στην ντουλάπα κουνούσε τα μανίκια του προς τα πλάγια και ο κόμπος τής γραβάτας του ανασηκωνόταν λίγο, γυρίζοντας προς τον Χ...Λες και ήθελε να τού πει: "Ε...Δεν καταλαβαίνεις τώρα; Ίσως υπάρχει άλλος. Η Πε λείπει συχνά από το σπίτι, πολλές ώρες. Δεν νομίζεις;"

-Τι θες να κάνω; να βάλω ντετέκτιβ να την παρακολουθήσει; Δεν έχω το θάρρος, ντρέπομαι να πάω να ρωτήσω έναν ξένο πού γυρίζει η γυναίκα μου!

-Δεν χρειάζεσαι έναν ξένο. Έχεις εμένα, ξέχασες; Έχω τον τρόπο μου εγώ!

O Al χτυπιόταν μέσα στη ντουλάπα, λες και τον κουνούσε ένας δυνατός αέρας. Το δεξί του παπούτσι έκανε ένα βήμα εμπρός, κλωτσώντας ό,τι βρέθηκε μπροστά του. Ο Χ. ένιωθε τόση ασφάλεια εκεί που, εντελώς αυθόρμητα, πήγε και τοποθέτησε το μοναδικό του κοστούμι κοντά στον Al.

Η Πε αφού για δυό τρεις μήνες έβριζε, εκτός από το Χ., το ξερό της το κεφάλι έφτασε στην απελπισία. Την απελπισία της εκμεταλλεύτηκε ο Τάσος, ένας νεοφερμένος στο γραφείο. Άρχισαν τα ραντεβού, χαζές δικαιολογίες για πολύωρες απουσίες, αλλαγμένη συμπεριφορά. Και νευρικότητα, πολλή νευρικότητα. Μια αίσθηση πως κάποιος είναι σχεδόν συνέχεια πίσω της τής έσπαγε τα νεύρα.

Όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις ο υποψιασμένος ανακοινώνει ότι τάχα για κάποιο σοβαρό λόγο θα λείπει "εκτός" για να μπορέσει να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Ο Χ. έκανε κι αυτός το ίδιο: θα έλειπε δήθεν το Σαββατοκύριακο για να επισκεφτεί τον άρρωστο πατέρα του στα Τρίκαλα αλλά στην πραγματικότητα παρέμεινε εντός τών τοιχών, σε εγρήγορση.

Περιφερόταν προσεκτικά στην πόλη, πέρασε τη νύχτα τής Παρασκευής στο ξενοδοχείο και το Σάββατο, από νωρίς το πρωί, γύριζε εδώ κι εκεί αλαφιασμένος ώσπου κάθησε στη συνηθισμένη του μπιραρία.

Εκείνη την ώρα η Πε είχε κιόλας υποδεχτεί -για να φιλοξενήσει τη νύχτα- την Τάνια, μια νεαρή γνωστή της, με σκοπό να τη σώσει από το κυνηγητό τού ανεπιθύμητου φίλου της και να αποφύγει κι η ίδια τη νυχτερινή μοναξιά. Δυο ώρες μετά είχαν σχεδόν μεθύσει και οι δυό τους. Ξαφνικά, μέσα στην ντουλάπα, λες κι άρχισε να φυσάει ένας δυνατός και παγωμένος αέρας. Ο Al άρχισε να ταρακουνιέται δαιμονιωδώς εκεί μέσα σκουντώντας τα υπόλοιπα ρούχα, τα ρούχα τού Χ.


Την ίδια στιγμή κάτι έσκασε μέσα στο μυαλό τού αλαφιασμένου ανθρώπου που έπινε την μπίρα του σχεδόν με το ζόρι. Κάτι σαν ήχος από καψούλι παιδικού πιστολιού, ανάμεσα στα αυτιά του, έκανε τον Χ. να πεταχτεί όρθιος και να κατευθυνθεί προς το αυτοκίνητό του που δεν θυμόταν καλά πού το είχε αφήσει. Τελικά το θυμήθηκε και μετά από μερικές λανθασμένες διαδρομές βρέθηκε σχεδόν κάτω από το σπίτι του. Κοντοστάθηκε για μερικά λεπτά αναποφάσιστος και τελικά πήρε το ασανσέρ για να φτάσει μπροστά στην πόρτα τού διαμερίσματός του. Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε σιγά σιγά μέχρι την κρεβατοκάμαρα.


Οι δυο μεθυσμένες είχαν αποκοιμηθεί και το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα χοντρό κερί που έριχνε σκιές παντού. Ο Χ. πέρασε τα παιχνιδίσματα τών σκιών για σχέδια με ζευγαρώματα ζώων και για ένα δευτερόλεπτο ξέχασε πως άλλο είναι ο άνθρωπος κι άλλο είναι το ζώο. "Η παρθένα Αφρική είναι πιά μακριά"...  Από κάπου φυσούσε αέρας μέσα στο σπίτι που σαν από διακόπτη σταμάτησε μεμιάς. Σαν αιλουροειδές που βλέπει να ανοίγει η πόρτα τού κλουβιού του, ο Χ. τινάχτηκε πάνω στο κρεβάτι και βρέθηκε να πέφτει με το δεξί του γόνατο πάνω στον αυχένα τής Πε, σπάζοντάς τον. Ταυτόχρονα, με το κλειδί τού αυτοκινήτου που ακόμα κρατούσε στο χέρι, κατάφερε να γεμίσει τη ράχη και το λαιμό τής Τάνιας με θανατηφόρα τραύματα.


Η αστυνομία, ειδοποιημένη από τούς ενοίκους τής πολυκατοικίας, δεν άργησε να φτάσει.Πήραν τις σορούς τών δύο και συνέλαβαν τον Χ. ο οποίος τούς ακολούθησε αφού γύρισε πρώτα το κεφάλι προς την ντουλάπα και χαμογέλασε με νόημα.


Τρεις μέρες μετά παρήλασε από το γαλήνια χορτάτο διαμέρισμα όλο το σόι τού αντρόγυνου, τάχα για να συμμαζέψουν το σπίτι. Ανοησίες: οι μισοί είχαν έρθει από περιέργεια και οι άλλοι μισοί για πλιάτσικο - άλλος πήρε την τηλεόραση, άλλος κανένα έπιπλο, άλλος τη ντουλάπα, άλλος κανένα κάδρο. Τα άνευ αξίας τα παράτησαν σκόρπια. Τελευταίος έφτασε για τη δική του τυμβωρυχία, ένας ξάδελφος τού Χ. που ποτέ δεν τον είχε χωνέψει αλλά πάντα θαύμαζε το γούστο του όσον αφορά τη διακόσμηση και τα ακριβά μικροαντικείμενα.

Ο όχλος που είχε προηγηθεί όμως, δεν είχε αφήσει τίποτα. Τίποτα εκτός από το κοστούμι που είχε "μεταμορφώσει" σε Al ο ξάδελφός του - ή μήπως πρέπει να πω: το κοστούμι που τόσο εντυπωσιακά είχε αλλάξει τον φιλήσυχο Χ.;  Τέλος πάντων, πήρε το κοστούμι υπό μάλης κι έφυγε βρίζοντας.

Παρ' όλη τη δυσαρέσκειά του όμως, μια δεκαριά μέρες αργότερα, ψαχουλεύοντας το ρούχο άρχισε να βρίσκει διάφορα στοιχεία που τον "τραβούσαν". Το πανάκριβο ύφασμα, οι τέλειες ραφές κι ο ωραίος συνδυασμός τών χρωμάτων γραβάτας και πουκαμίσου, η μάρκα L' Etrusco, τον γοήτευσαν. Μέχρι που αποφάσισε να το δοκιμάσει και πάνω του.

Τού "ερχόταν" τέλεια κι έτσι σκέφτηκε πως το κοστούμι δεν ήταν τού συγγενή του, αφού εκείνος ήταν σημαντικά κοντύτερός του κι άρα αποκλείεται να τού "έκανε". Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ενώ η γυναίκα του από πίσω τον αγκάλιασε: "Ουάου! Τι όμορφος που είσαι έτσι...Αυτό το ρούχο μιλάει πάνω σου!"

"Ναι" είπε εκείνος. "Ας το βγάλω τώρα όμως, μωρό μου. Θέλω να το κρατήσω ατσαλάκωτο για πιό...ξεχωριστές περιστάσεις.".

                                            _   _  _  _  _  _
Εδώ τελειώνει το, γνωστό σ' εμένα, μέρος τής ιστορίας τού κοστουμιού αυτού. Και, όπως συνηθίζω να πιστεύω μόνο το εν τέταρτον όσων ακούω και το μισό όσων διαισθάνομαι, θα υπέθετα πως η πορεία τού ρούχου αυτού δεν σταμάτησε εκεί.
Προσωπικά, τείνω να πιστέψω πως συνδυάστηκε με αρκετά άλλα ανάλογα γεγονότα.