Μαλώνουν στο απέναντι οικόπεδο οι σκύλοι όλη τη νύχτα. Δεν σταματούν έως ότου κάποιος χριστιανός ανοίξει το παράθυρό του κι αρχίσει κι εκείνος να φωνάζει ή πάλι αν κάποιος από την πόρτα του σπιτιού του βγει κι εξαπολύσει καμιά πέτρα εκεί προς τα σκοτάδια. Μάταια ψάχνει ησυχία ο ποιητής να ολοκληρώσει ένα γραφτό του, τέλος να δώσει σ' ένα ποίημα. Τι έγραψε ως τα τώρα, δυο ώρες πάνω απ' το χαρτί;
Εγώ δεν είμαι ποιητής
κι αν γράφω ποιήματα, ύμνους, έπη
να με παρεξηγείτε σεις δεν πρέπει
Θόρυβοι πάλι από σκυλιά, πέτρες που χτυπούν σε ξύλα, άλλες σπάνε κατά λάθος τζάμια. Ύβρεις διόλου ποιητικές, σταυρογαμίδια ένα σωρό, αυτοκίνητα παρκάρουν ή απλά περνάνε από κεί και οι προβολείς τους φωτίζουν τους τοίχους τής κάμαρής του. Δυο ώρες ακόμα πέρασαν κι απάνω στο χαρτί μονάχα αράδες τρεις - 3 στίχοι- προστεθήκαν:
Με βδελυγμία το απορρίπτω
"δεν είμαι ποιητής, δόξα δεν θέλω"
απλά βγάλτε μου το καπέλο
"Ποίημα, έτσι, δεν γράφεταιαιαι!" ούρλιαξε ο ποιητής κι επέταξε το μολύβι του στον τοίχο. Με τόσο θόρυβο πώς να συγκεντρωθεί, πώς να βάλει μουσικότητα στο στίχο, πού να τη βρει τη γλυκιά τη συλλαβή, τη ρίμα την πετυχημένη... Σχεδόν μια ώρα πριν το χάραμα επιτέλους συμπληρώνει:
Σκυλιών που μαλώνουν, θεατές
Ποίημά μου η ανήσυχη νύχτα μιάς ζωής
....;;;
"Εεεε...Εγώ δεν είμαι πια ποιητής" σκέφτηκε να συμπληρώσει, να τα κλείσει, να το παραδώσει. Δεν γίνεται υπό τοιαύτας συνθήκας! Ξαφνικά σκέφτηκε, μάλλον θυμήθηκε, πώς έτυχε, πότε και πού, και "υπό ποίας συνθήκας" είχε γράψει το πρώτο ποίημά του. Στο ίδιο το δωμάτιο ήταν πάλι, χειμώνας και το οικόπεδο απέναντι, οικόπεδο ήταν ακόμα. Σκυλιά γαυγίζανε και τότε, νύχτα ήτανε περίπου το ίδιο κρύα. Μα ήταν όλα αυτά ακριβώς που τον έκαναν να πιάσει το μολύβι και τις συνθήκες τις ίδιες τότε είχε βρεί ιδανικές μια δεκαριά στίχους να γράψει και να 'ναι με αυτούς τρισευτυχής.
Τη νύχτα τούτη όμως, με το ζόρι, εννέα στίχους μόνο έγραψε...μάλλον μόνον οχτώ. Τελευταίο στίχο έβαλε:
"Εεεε...Εγώ δεν είμαι πια ποιητής!"