Πού την είχα ξαναδεί δεν καλοθυμάμαι. Μπορεί σε κάποια μικρή φωτό όπως αυτές τών ταυτοτήτων και τών βιβλιαρίων υγείας. Μπορεί σε κάποιο γκρο πλαν ταινίας τύπου Έττορε Σκόλα...μέσα σ' εκείνους τους διαλόγους χωρίς τελειωμό ανάμεσα σε αριστερούς εγκλωβισμένους σε αδιέξοδα, που "τα βάζουν" με όλους και για όλα...τέλος πάντων, κάπου εκεί βρίσκεις τέτοια πρόσωπα, εμβρόντητα που η κάμερα σταματάει πάνω τους κι εστιάζει με νόημα. Πέντε δευτερόλεπτα κι ύστερα fade out.
Ενώ λοιπόν θα έπρεπε να είχε παραμείνει στη θέση της παρακολουθώντας τον ντόρο τριγύρω, βυθισμένη στην αλαλία και την αμιμία της ώσπου να τελειώσει η σκηνοθετημένη παρουσία της...εκείνη δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα: μουγκρίζοντας -στην αρχή σιγά αλλά μετά ολοένα και πιο ενοχλητικά- με τα μάτια κλειστά, άρχισε να βηματίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους ρόλους και πίσω από τις κάμερες, χαϊδεύοντας τα σκηνικά κι αλλάζοντας θέση στα αντικείμενα.
Χαμήλωσε το φωτισμό έτσι ώστε πάνω στη σκηνή να είναι ορατά μόνο το χλωμό της πρόσωπο, το κατάλευκο γιακαδάκι της και μερικές πολυθρόνες σκεπασμένες με σεντόνια. Κάθισε σ' ένα μικρό τραπέζι, πρώτα σημείωσε κάτι κι ύστερα σπρώχνοντας απαλά τους ηθοποιούς σχημάτισε μ' αυτούς ένα πηγαδάκι. Απομακρύνθηκε και πήγε να σταθεί πάρα πέρα. Από τη μια ήταν χαρούμενη που είχε σκαρφιστεί (και γράψει) τόσα πράγματα αλλά από την άλλη ζήλεψε: παραδέχτηκε πως ό,τι και να γράψεις μένει άψυχο, ανεπαρκές και σακάτικο αν δε γίνει, με τον κατάλληλο τρόπο, ασπρόμαυρη εύπεπτη ταινία.
Ενώ λοιπόν θα έπρεπε να είχε παραμείνει στη θέση της παρακολουθώντας τον ντόρο τριγύρω, βυθισμένη στην αλαλία και την αμιμία της ώσπου να τελειώσει η σκηνοθετημένη παρουσία της...εκείνη δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα: μουγκρίζοντας -στην αρχή σιγά αλλά μετά ολοένα και πιο ενοχλητικά- με τα μάτια κλειστά, άρχισε να βηματίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους ρόλους και πίσω από τις κάμερες, χαϊδεύοντας τα σκηνικά κι αλλάζοντας θέση στα αντικείμενα.
Χαμήλωσε το φωτισμό έτσι ώστε πάνω στη σκηνή να είναι ορατά μόνο το χλωμό της πρόσωπο, το κατάλευκο γιακαδάκι της και μερικές πολυθρόνες σκεπασμένες με σεντόνια. Κάθισε σ' ένα μικρό τραπέζι, πρώτα σημείωσε κάτι κι ύστερα σπρώχνοντας απαλά τους ηθοποιούς σχημάτισε μ' αυτούς ένα πηγαδάκι. Απομακρύνθηκε και πήγε να σταθεί πάρα πέρα. Από τη μια ήταν χαρούμενη που είχε σκαρφιστεί (και γράψει) τόσα πράγματα αλλά από την άλλη ζήλεψε: παραδέχτηκε πως ό,τι και να γράψεις μένει άψυχο, ανεπαρκές και σακάτικο αν δε γίνει, με τον κατάλληλο τρόπο, ασπρόμαυρη εύπεπτη ταινία.