05 Σεπτεμβρίου, 2010

La Roche - Posay / Autobronzant



"Το γουρούνι... κοιμάται!", σκέφτηκε η Άννα, σηκώνοντας ξαφνικά το κεφάλι της από το στήθος τού Βασίλη. "Τόση ώρα μόνη μου μιλάω;!".  Όντως, ήταν είκοσι λεπτά που -γυμνή, πάνω στο κρεβάτι της- μονολογούσε ακουμπισμένη στο στήθος τού άντρα που αφού "είχε κάνει τη δουλειά του", τον είχε πάρει μετά ο ύπνος. Εκείνη εν τω μεταξύ εξέθετε τα σχέδιά της για το επόμενο καλοκαίρι που οι δυο τους, ελεύθεροι πιά, αφού εκείνος τής είχε υποσχεθεί πως θα ξεμπέρδευε με τον "αφόρητο" γάμο του έως τότε, θα έκαναν ανέμελοι τις διακοπές τους στο νησί που είχαν βάλει σκοπό κάποτε να πάνε.

Αισθάνθηκε να τής ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όπως αισθάνονται κατά καιρούς όλα τα "κορόιδα" αυτού τού είδους. "Συμβαίνει  και σ' άλλους" σκέφτηκε και σκούντησε τον Βασίλη ελαφρά, να τον ξυπνήσει. Εξάλλου δυο ώρες τούς είχαν απομείνει. Μετά εκείνος θα έπρεπε, βιαστικά όπως πάντα, να ντυθεί και να γυρίσει στην οικογένειά του.

Αυτή τη φορά όμως η γυναίκα είχε τόσο καλά προσχεδιάσει το λογίδριό της, που πήγε χαμένο, ώστε τής φάνηκε πολύ χοντρό γιά να περάσει έτσι το γεγονός. Μετά από 3 χρόνια υποσχέσεις ζητούσε κάποια εκδίκηση. Βάζοντας τα κλάματα γιά λίγο, σκέφτηκε να πάει στο μπάνιο και με μια λεκάνη νερό να τον καταβρέξει και να τού τα ψάλλει.

Σα διαβολάκος στεκόταν πάνω στο νιπτήρα τού μπάνιου, ανάμεσα στα καλλυντικά της, η κρέμα της για το τεχνητό μαύρισμα, τής La Roche Posay, αυτή με την οποία πασάλειβε το σώμα της για να΄το διατηρεί μαυρισμένο χειμώνα- καλοκαίρι..."Μάλιστα, να είμαι μαυρισμένη για να αρέσω στον κ. Βασίλη...Θεέ μου, τι ηλίθια!"

Τα λεπτά περνούσαν και κάνοντας σκέψεις γύρω από το πώς θα τιμωρήσει τον ψεύτη, σκέφτηκε με την κρέμα αυτή να γράψει στην πλάτη τού ψευταρά  κάτι που θα τον ξεμπρόστιαζε στα μάτια τής κυρίας του. Θα έγραφε κάτι που, μέσα στις δυο ώρες που θα έκανε ο κοιμώμενος για να φτάσει στο σπίτι του, θα είχε γίνει ανεξίτηλο για ένα χρονικό διάστημα 2 περίπου ημερών, άσχετα από το αν θα έκανε 10 ή 20 μπάνια για να απαλλαγεί από αυτό- αν υποθέσουμε πως θα το έπαιρνε ποτέ χαμπάρι μόνος του.

Απαλά, λοιπόν, τον γύρισε μπρούμυτα, πασάλειψε το δάχτυλό της με την κρέμα κι έγραψε με αυτό στην πλάτη τού Βασίλη: "ΑΝΝΑ", με μεγάλα γράμματα, από τη μια ωμοπλάτη ως την άλλη. Περίμενε με υπομονή να περάσουν οι σχεδόν 2 ώρες που τους απέμεναν κι ύστερα, δήθεν ταραγμένη που την είχε πάρει κι αυτήν ο ύπνος, τον ξύπνησε απότομα: Σήκω καλέ μου, άργησες!

Εκείνος πετάχτηκε αναστατωμέμος να ντυθεί κι η Άννα κοιτώντας τον από πίσω είδε το καλοσχηματισμένο πιά  "ΑΝΝΑ" και τού χάιδεψε την πλάτη, όχι βέβαια από τρυφερότητα αλλά για να νιώσει, και με την αφή, τη σιγουριά που τής πρόσφερε η La Roche-Posay.

Το μήνυμά της θα έφτανε σε έναν παραλήπτη. Ή, έστω, κάποια γυναίκα, κάποιος άνθρωπος γενικά, θα γνώριζε ότι η Άννα υπάρχει παρ' όλες τις διαψεύσεις που είχαν ακουστεί κι όσες επρόκειτο ακόμα να ακουστούν.